Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Μια ματιά στα περασμένα

ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΑΛΛΑ ΑΞΕΧΑΣΤΑ 
Η παλιά ζωή και τα παραδοσιακά επαγγέλματα
Εικόνες ζωής, γεγονότα που ζήσαμε παιδιά, μένουν ακόμη στην μνήμη μου και αποκτούν μια παράξενη γοητεία, όπως ένα ακριβό κρύσταλλο αθάμπωτο απ’ τον χρόνο. Στα παλιά χρόνια ο σιδεράς στο «γύφτικο» είχε βάλει μπρος το φυσερό του και ακουγόταν από τα γύρω να σφυρηλατεί ρυθμικά στο αμόνι του τα υνιά, τις σκεπαρνιές, τα τσεκούρια και τις σιδεριές. Στους στάβλους πετάλωναν ή ετοίμαζαν τα μουλάρια, οι ραφτάδες, οι τσαγκάρηδες, οι μαραγκοί και οι άλλοι μαγαζάτορες, άνοιγαν τα μαγαζιά τους και όσοι συνήθιζαν να σηκώνονται νωρίς, άρχιζαν να ξεπροβάλουν από τα σοκάκια και τις γωνιές με την μαγκούρα ή την γκλίτσα στο χέρι και τραβούσαν για πρωινό καφέ. Όλα αυτά χαραγμένα μέσα στην μνήμη μου, σα μια νοερή φωτογραφία που την θυμάμαι με νοσταλγία. Ο λαϊκός πολιτισμός του τόπου μας είναι κομμάτι ακριβό της ζωής μας, όμως παραδοσιακά επαγγέλματα όπως ο γανωτής, ο κουρέας, ο μυλωνάς, ο ράφτης, ο σιδεράς, ο τσαγκάρης, ο δραγάτης, ο ποτιστής, ο φωτογράφος και η υφάντρα χάθηκαν οριστικά
Τα μαγαζιά και το μπακάλικο του χωριού 
Σε κάθε χωριό της πατρίδας μας απαραίτητα ήταν και είναι τα μαγαζιά-τα καφενεία και το μπακάλικο. Χωριό χωρίς δάσκαλο, παπά, μπακάλικο και καφετζή δεν στεριώνει λέει θυμόσοφα ο λαός μας. Όλοι οι δρόμοι, όλα τα στενοσόκακα της Ρεντίνας οδηγούν στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Έξω από το ισόγειο μαγαζί, με την πινακίδα καρφωμένη στον τοίχο η επιγραφή καφεπαντοπωλείο ή καφενείο. Στα καφενεία προσφέρεται καφές, τσίπουρο, ούζο, κρασί και χαρτιά και τάβλι για παίξιμο. Στο καφεπαντοπωλείο το όνομα τα έλεγε όλα, πουλούσε τα πάντα και τι δεν πουλούσε, ζάχαρη, καφέ, βελόνες, πρόκες, ρύζια, ζυμαρικά και άλευρα, ακόμη πέταλα και όλα τα είδη τα χρειαζούμενα. Εδώ μπροστά η ζάχαρη και ο καφές, πίσω ένα ράφι με στραγάλια και καραμέλες, άλλο χώρισμα πρόκες δίπλα στα μακαρόνια, τενεκέδες με λάδι, εκεί δίπλα στη γωνιά ο μπακαλιάρος και οι ρέγκες. Επάνω στον πάγκο σύνεργα του καφέ και τα κρασοπότηρα, τρία τέσσερα μπουκάλια ούζο, ρακί, κονιάκ και τσίπουρο και κάτω από τον πάγκο η τραμιζάνα γεμάτη σπιτικό κρασί. Πολυκαταστήματα της εποχής, η μικρή αίθουσα γεμάτη με ψάθινες καρέκλες και ξύλινα τραπέζια, όλα αυτά συνέθεταν την επίπλωση και γέμιζαν τον χώρο. Οι τοίχοι σκεπασμένοι με ρεκλάμες εμπορευμάτων, εξώφυλλα από περιοδικά και κάποιο κάδρο. Κεφάτος και πρόσχαρος πάντα ο μπακάλης, χωρίς βαρυγκώμια θα εξυπηρετούσε τον πελάτη, έστω για μια δραχμή κινίνο ή ένα αυγό. Το καφενείο ήταν συνάμα πρακτορείο ειδήσεων, αλλά τις περισσότερες φορές χώρος διαπληκτισμών και εντάσεων. Τα προβλήματα του χωριού, της Ελλάδας και της Οικουμένης, εδώ έβρισκαν την λύση τους. Στα φλέγοντα ζητήματα ο μπακάλης δεν έπαιρνε θέση, ήταν ο ειρηνοποιός. Πότε ήταν κατήγορος και πότε υπερασπιστής, αληθινός διπλωμάτης. Σε κάθε διένεξη φρόντιζε να ρίχνει νερό στη φωτιά και όχι λάδι, γιατί άμα φούντωνε ο καυγάς, δούλευε η καρέκλα και τα λίγα κρασοπότηρα γινόταν λίμπα. Πολύξερος πάντα ο μπακάλης, ήταν σε όλα μέσα, στην πολιτική, στην ιατρική, στη γεωργία και στα οικονομικά ζητήματα. Ήταν από τους εγκυρότερους κύκλους στο χωριό, κατατοπισμένος και ενημερωμένος για όλα όσα συμβαίνουν ή δεν συμβαίνουν στο χωριό. Ότι πληροφορίες ήθελε ο χωροφύλακας, ο στρατοκόπος, ο εισπράκτορας και κάθε αρχή της εξουσίας, εκεί την έβρισκε. Οι πόρτες του τόπος θυροκόλλησης κοινοτικών και δημοσίων εγγράφων. Για να καλύψει τις πολλαπλές ανάγκες του χωριού, εκτός από καφετζής και παντοπώλης ήταν και κρεοπώλης και οινοπώλης, με λίγα λόγια, λίγο απ’ όλα. Τα βράδια γινόταν μπακαλοταβέρνα και ήταν καταφύγιο όλων των κοινωνικών τάξεων του χωριού, φτωχών και πλουσίων, μορφωμένων και αγραμμάτων. Εκεί μέσα άλλοι έπιναν το καφεδάκι τους, άλλοι το κρασάκι τους, άλλοι ψώνιζαν και άλλοι χαρτόπαιζαν. Μια τράπουλα φουσκωμένη και λερωμένη, με σημαδεμένα πάντα το Δέκα καρό και το Δύο σπαθί και πολλές φορές αν χανόταν κάποιο χαρτί της τράπουλας, συμπληρωνόταν από το ίδιο, άλλου χρώματος από άλλη τράπουλα. Ο καφετζής δε συχνά να φωνάζει στους παίχτες, προσέχετε τα φύλλα μην τα σπάτε, οι τράπουλες ακριβαίνουν. Πόλεμος ήταν το παιχνίδι, βρισιές, απειλές και καλαμπούρι. Οι μόνοι που το διασκέδαζαν ήταν οι απέξω και αν κάποιος από αυτούς τολμούσε να κάνει κάποια υπόδειξη, η απάντηση ήταν, άντε χάσου και συ που ήρθες να μας κάνεις τον παίχτη, αν έχεις κότσια κάτσε να παίξεις. Άλλες εποχές σήμερα άλλα ήθη, ο σύγχρονος τρόπος ζωής κοντεύει να τα εξαφανίσει όλα . 
Παραδόσεις-τι κληρονομήσαμε για το χωριό μας 
Γυρίζοντας απ’ το βύθισμα των χρόνων, θυμάμαι από παιδί τους γέροντες του χωριού μας. Ήταν σοβαροί στην εμφάνιση, απλοί στους λόγους και στους τρόπους, στην ενδυμασία χωρίς επιτήδευση και τύπους. Φορούσαν σκουτιά και τσαρούχια με μαύρη φούντα, στην μέση φορούσαν το σελάχι που έβαζαν μέσα το μαντήλι τους, το πορτοφόλι τους, την καπνοσακούλα, τον πριόβολο με την τσακμακόπετρα -το στουρνάρι- και την ήσκα και με αυτή άναβαν τσιγάρο και φωτιά. Τους άρεσε ν’ αφηγούνται διάφορες ιστορίες, που είχαν ακούσει από τους παππούληδες και τους παραπαππούληδες για τους Τούρκους του εικοσιένα, τους παλικαράδες του χωριού, που έδρασαν στην επανάσταση και στα μετέπειτα χρόνια, για ξωτικά και για πολλά άλλα. Αυτές τις ιστορίες είχα ακούσει από τους γέροντες του χωριού και από τον μακαρίτη πατέρα μου Χαράλαμπο, που διατηρήθηκαν στην μνήμη του με ζηλευτή επιμέλεια, γιατί γνώριζε την αξία τους. Ας είναι αιώνια η μνήμη των νεκρών αυτών, κι ελαφρό το χώμα της γης που τους σκεπάζει, αυτών που μας έδωσαν τις παραδόσεις αυτές και η θύμηση αυτή, ας είναι μνημόσυνο και ευγνωμοσύνη, υπόδειγμα και δίδαγμα για τους παρόντες και επερχόμενους. Οι παραδόσεις ή αλλιώς ακούσματα που αφορούν μικρότερα ή μεγαλύτερα, σημαντικά ή ασήμαντα γεγονότα που συνέβησαν στο χωριό, ακούσματα που μεταφέρθηκαν από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, καταγράφω εδώ για να διασωθούν. Μερικές φορές, η παράδοση μας περιπλέκεται με την ιστορική αλήθεια. Κάποιες ιστορίες που θα σας διηγηθώ παρακάτω, δεν είναι μέσα στις προθέσεις μου να προσβάλω κανένα και μάλιστα όταν τυγχάνει να είναι οι αγαπημένοι μας συμπατριώτες μας, πολύ περισσότερο να κηλιδώσω την μνήμη μερικών πού ήδη έχουν εκλείψει. Παλιές ιστορίες από την Ρεντίνα Παρακάτω παραθέτω ορισμένες ιστορίες κωμικοτραγικές που εξιστορούν γεγονότα που έγιναν παλιά -τον παλιό καιρό στο χωριό μας από χωριανούς μας, -τρανά παραδείγματα της πανουργίας και ίσως της ανεμελιάς που χαρακτηρίζει τους Ρεντινιώτες. Ο κυρ’ Νικολάκης Καμάρας, επισκεπτόταν συχνά τον συγχωριανό Αμερικάνο γέρο Ρήγα στο σπίτι του. -«Μπάρμπα θέλω δανεικά ένα χιλιάρικο και θα στο φέρω» -«Πάνω στο τζάκι είναι παιδ’ μου, πάρτο» Αυτό έγινε κάμποσες φορές. Το έπαιρνε το χιλιάρικο και το επέστρεφε. Κάποια φορά δεν το επέστρεψε και πήγε για «φρέσκο» -«Μπάρμπα θέλω δανεικά ένα χιλιάρικο» -«Πάνω στο τζάκι είναι παιδάκ’ μου, πάρτο» -«Δεν είναι;» -«Το ’φερες για να ’ναι;» Κάποτε ο Γιώργος Κουμπούρας βρέθηκε κατηγορούμενος στο Ειρηνοδικείο, για μια σειρά από αγροζημίες, που ’χε προκαλέσει με τα ζωντανά του. Καταθέτουν οι μάρτυρες και περιγράφουν πως έγιναν οι ζημιές και σε τι έκταση. Αυτό διαρκεί πολύ ώρα, γιατί είναι πολλές οι υποθέσεις για τις οποίες τον κατηγορούν. Στο τέλος καλεί ο Πρόεδρος του δικαστηρίου τον κατηγορούμενο Κουμπούρα, να καταθέσει τις απόψεις του για όσα του καταμαρτυ-ρούν. Σηκώνεται εκείνος και με κινήσεις των χεριών του, που είχαν νόημα και λέει στον Πρόεδρο. «Κατά που τα λένε ετούτοι κύριε Πρόεδρε και κατά που τα λες κι εσύ, έτσι μου ’ρχεται να τα πιστέψω».Ο Πρόεδρος ανακοίνωσε στην συνέχεια «αθώος».Και από τότε ο Κουμπούρας έγινε δικολάβος. Γύρω στα 1950 περίπου έβαλε υποψηφιότητα για βουλευτής κάποιος που ονοματιζόταν Μπουλαφέρης, πολύ εμφανίσιμος παχύσαρκος και νέος. Αυτός λοιπόν κατέλυσε στο σπίτι του Αρμακολάμπρου. Ο Αρμακολάμπρος από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι ο υποψήφιος ήταν μόνο λόγια και θεωρία. Την επομένη μέρα περιόδευσαν μαζί το χωριό. Κάθ’ οδόν τον παρεκάλεσε ο υποψήφιος βουλευτής, να φτιάξει κάτι έμμετρο και γι’ αυτόν. Ο Αρμακολάμπρος χωρίς να χάσει καιρό άρχισε: «Μπουλαφέρη, Μπουλαφέρη πότε γίνηκες ξεφτέρι και μεγάλωσες ευθύς για να γίνεις βουλευτής. Μπουλαφέρη, Μπουλαφέρη να ’ χες κι ένα άλλο ταίρι, να σας έζεχνα που λες να ξεκώλωνες βουρλιές». Ο γέρο-Χρήστος Μούτος ζούσε φτωχικά, όπως άλλωστε, όλοι οι συγχωριανοί, κι έμενε μαζί με την γυναίκα του και τα κορίτσια του. Τις σαρακοστές νήστευαν οι γέροι ακόμη την Τετάρτη και την Πα ρασκευή. Κάποτε, σε περίοδο νηστείας τα κορίτσια του έβγαζαν τυρί από το βαρέλι κι’ έτρωγαν. Οι γέροι νήστευαν και επειδή αυτό γινόταν συχνά, τους λέει ο γέρο-Χρήστος Μούτος, αφού είδε κι’ απόειδε. -«Κορίτσι, γιατί τρώτε το τυρί; δεν είναι σαρακοστή τώρα;» -«Σαρακοστή, ξεσαρακοστή, εμείς τρώμε, την ψυχή μας την έχουμε χώρια. Εσείς να μην τρώτε». -«Ναι, την ψυχή χώρια την έχουμε, αλλά το τυρί το έχουμε μαζί». Παίρνοντας δε ακόμη από τις νερομάνες της παράδοσης αθάνατο νερό, θα σας τα πω έτσι, καθώς αυτά πέρασαν μεταξύ μύθου και πραγματικότητας από στόμα σε στόμα. Έχει να το λέει ο λόγος ο παλιός, πως πριν πολλά χρόνια ήρθε ένας χειμώνας φοβερός κι ακούραστος, πέσανε πάρα πολλά χιόνια, κανένας δεν θυμόταν τέτοιο χειμώνα πεισματάρη. Ήταν στην καρδιά του βαρύ χειμώνα, στα μέσα του Γενάρη περίπου, όταν τα χιόνια σαν να το ζώσανε το χωριό κι όλο τον τόπο γύρω, κατάλευκα σεντόνια, κλείσανε τον κόσμο και τ’ αγρίμια πεινασμένα κατέβηκαν απ’ τις ερημιές. Μέρα μεσημέρι και τα ’βλεπες από το χωριό, πέρα στην κατάλευκη πλαγιά να μαυρολογάνε. Πότε-πότε τρία, πότε τέσσερα μαζί, πότε κοπάδι τριάντα-σαράντα, βαδίζανε σκυφτά, στέκονταν, μύριζαν χάμω, ξάφνου πιλαλούσαν πέρα, στέκονταν πάλι και οσφραινόταν τον αέρα. Την νύχτα δεν τα ’βλεπες, μα τ’ άκουγες που ούρλιαζαν και μούγκριζαν. Λύκοι ήταν τα πιο πολλά, που πλάκωσαν πεινασμένοι- κοπάδι. Θα ’ταν πενήντα, θα ’ταν εκατό! ποιος να ξέρει. Χτυπάνε αμέσως γοργά, δυνατά και ακατάστατα όλες οι καμπάνες, πετιέται ο κόσμος στο ποδάρι, τότε έπρεπε να δεις τον ξέφρενο τρόμο που σα σπασμός ανατάραξε όλον τον κόσμο. Αχολογάει ο τόπος όλος, κιντύνεψε το χωριό. Αρματώθηκαν λοιπόν όλοι οι άντρες και βγήκαν να τους κυνηγήσουνε. Η νύχτα ήταν σιγαλή κι η νέκρα του χιονιού βασίλευε πάνω στα βουνά και τα γύρω κατατόπια και ξάφνου μονομιάς ακούστηκε ωσάν απόμακρο βούισμα το γαύγισμα των λύκων. Ξύπνησε το χωριό και όλο σίμωνε το γαυγιτό και το ουρλιαχτό. Θα ’ταν πολλοί, εκατοντάδες λύκοι. Οι άντρες, μικροί μεγάλοι, πήρανε τ’ άρματα, ντουφέκια, ακονισμένα μαχαίρια, δρεπάνια, δίκρανα, τσεκούρια και στειλιάρια. Όλοι στο πόδι, πιάσανε τα γύρω στο χωριό και καρτερούσαν. Φεγγάρι δεν είχε κείνη τη νύχτα, μα ήταν τόσα τα χιόνια που ασπρογάλιζε ο κόσμος και ξαφνικά τηρώντας κατά τα ουρλιαχτά, οι χωριανοί ξανοίγουν πέρα σαλέματα αγριμιών και πηγαινέλα. Μείνανε κάμποσοι στο καρτέρι ολόγυρα από το χωριό, μη λάχει και πλακώσουν αναπάντεχα απ’ αλλού άλλα κοπάδια, κι οι ποιο πολλοί μαζεύτηκαν εκεί όπου ακουγόταν τα ουρλιαχτά, εκεί που σάλευαν οι ίσκιοι. Σύγκαιρα τα γυναικόπαιδα φέρνουν ξύλα και φρύγανα και αμέσως ανάβουνε φωτιές γύρω τριγύρω στο χωριό. Κι έβλεπες ετούτο το όμορφο πράμα: όλοι οι γέροι κι όλα τα παλικάρια, έβλεπες να γυαλίζουνε τα μάτια τους από την ταραχή, μια άγρια ταραχή, γιατί κρατούσαν τ’ άρματα στα χέρια και θα τα δουλεύανε. Γυρεύανε να ξεσπάσουν, να βαρέσουν. Γεννημένοι ήταν για πάλεμα, για τον πόλεμο. Ήρθαν και στάθηκαν μπροστά από τις φωτιές, για να φυλάξουν τις γυναίκες τους και τα ζωντανά τους στα σπίτια. Κι όταν τα πρώτα αγρίμια, κύμα σωστό, ετοιμαζόταν να χιμήξει καταπάνω τους λυσσασμένα, ασάλευτοι αυτοί τα σημαδεύανε στο σωρό, στρώνοντας χάμω δε πέντεδέκα τους κόψανε στην ορμή τους και τα σταμάτησαν. Δέκα φορές πιο άγρια γινήκανε τώρα τα ουρλιαχτά. Στα πρώτα αγρίμια που κοντοστάθηκαν φοβισμένα, ήρθαν και πέσανε από πάνω άλλα αγρίμια, κι ύστερα άλλα κι άλλα απανωτά, που σπρώχνανε το ένα τ’ άλλο. Χιμάνε τώρα, δύο και τρεις φορές πιο πολλά από πριν, μα οι αρματωμένοι χωριανοί μας ατράνταχτοι τα περιμένουν. Δουλεύουν σκληρά τ’ άρματα, ο αντίλαλος παίρνει κι ανακατώνει το τουφεκίδι με τα ουρλιαχτά κάτω στη ρεματιά. Το χιόνι καθρεπτίζει ανάκατα, ίσκιος, αίματα και λάμψεις ντουφεκιών και λίγο πίσω οι μεγάλες φωτιές σκορπούνε φωτερά δεμάτια από πορτοκαλιές ανταύγειες και απέραντες καπνισμένες σκιές χοροπηδάνε στα γύρω. Κι έγινε και τ’ άλλο το απίθανο κι ανήκουστο και τραγικά κωμικό. Αφού αφήσανε τ’ αγρίμια να γιουρσέψουνε κάπου έξι- επτά φορές και κάθε φορά τα προσδέχονταν με τα φλογάτα βόλια, στρώνοντας χάμω κάμποσα νέκρα και λαβωμένα, μέσα σε κείνο το τρομερό το σαματά και τα ουρλιάσματα, αρπάξανε τότε οι χωριανοί κάτι μεγάλα δαυλιά που λαμπάδιαζαν ολόλαμπρα και κρατώντας με το άλλο χέρι το ντουφέκι ή το μαχαίρι, χιμήξανε αλαλάζοντας καταπάνω στους αγριεμένους λύκους. Γίνηκε πόλεμος σωστός, εκεί να δεις αντάρα, τα ’χασαν οι λύκοι. Βλέπουν τις φλόγες που τρέχουν καταπάνω τους, ακούνε τις φωνές, νιώθουνε τα βόλια ή το μαχαίρι να τους καίει τα σωθικά και μπερδεύονται, κάνουνε να δαγκώσουν, μα είναι πια αργά. Που να σας τα μολογάω, τους φάγανε οι Ρεντινιώτες τους λύκους, όσοι απομείνανε -περίπου οι μισοί- το βάλανε στα πόδια ουρλιάζοντας και τρέχουνε, τρέχουνε, χάθηκαν, πάνε… Αργά, μεσάνυχτα κοντά, σβήνουν σε λίγο σιγά σιγά κι οι φωτιές που ’χαν ανάψει γύρω στο χωριό, μόνο τ’ αποκαΐδια μείνανε. Σβήσανε έπειτα τα λυχνάρια μεσ’ τα σπίτια, τους άντρες τους νίκησε η νύστα, πλάγιασαν κατακουρασμένοι και διπλοτριπλοκοιμήθηκαν, κι απόμειναν ψηλοκρεμασμένα τ’ άστρα. Έτσι πέρασε εκείνος ο φοβερός βαρύς χειμώνας, που κράτησε πάνω από τέσσερες μήνες. Κι ύστερα από εκείνη την μεγάλη βαρυχειμωνιά, ξεθύμανε αυτός ο χειμώνας, οι μέρες γλύκαναν ήρθε άνοιξη. Άνοιξε ο καιρός και λυώσαν τα πολλά χιόνια στις ράχες και στα ριζά, ξανάρχισε η ζωή, άρχισαν τότε οι Ρεντινιώτες να σκορπάνε στα χωράφια τους ή να βοσκήσουνε τα γιδοπρόβατα τους. Έλαχε ακόμα εκείνη την χρονιά το καλοκαίρι να ’ρθει βιαστικό. Τόσο βιαστικό που παραγκώνισε μια ώρα αρχύτερα την άνοιξη, πολύ πριν τα τέλη του Μάη και συνέβηκε ένα ακόμη πιο παράξενο. Κάποιο κοντόβραδο του Μάη μήνα, ένας λεβεντονιός ο Γιαννούλας, θα ’ταν δεν θα ’ταν καμιά εικοσαριά χρονών, βοσκούσε τα γιδοπρόβατα του πάνω στην Αγγελίνα, καθώς ετοιμαζότανε να κινήσει πίσω για το χωριό, ακούει ένα μουγκρητό, κάτι σαν μουγκανητό από γελάδι. Γυρνάει και βλέπει στ’ ακρόχελο του δάσους ένα ελάφι, όχι, μάλλον ζαρκάδι ήταν δεν έχει κέρατα, μα πάλι σαν πολύ μεγάλο έμοιαζε για ζαρκάδι. Το ελάφι λοιπόν κοντοστεκόταν, αυτιαζότανε, ύστερα έτρεξε λίγο κι ήρθε πιο κοντά και στάθηκε πάλι κι όρθωσε λίγο το κεφάλι. Ναι, ναι, ελαφίνα είναι!, κι είναι μόνη, έτοιμη για να πηδήξει, πέρα να φύγει, αστραπή. Μα αυτή έσκυψε και βάλθηκε να βοσκάει ανέγνοιαστα… Το βοσκόπουλο δεν σάλεψε, κοίταζε. Τον είχε γοητεύσει το πανέ-μορφο ζώο. Κι όχι τόσο η ομορφιά του, όσο εκείνο το αθώο κάτι, το φοβισμένο πού έχει. Το νιώθεις όλο νεύρο, προσέχει, φυλάγεται, τεντωμένο ολάκερο απ’ την κορφή ως τα νύχια, μόλις ακούσει το παραμικρό να πηδήσει πέρα… Μα να, μονομιάς τι ν’ άκουσε η ελαφίνα μας; Πετάγεται ως τρεις οργιές μακριά και σαν βέλος χάθηκε, καπνός, κι έσβησε μέσ’ στ’ απόσκια… Ύστερα σουρούπωσε, στ’ απόσωσμα της μέρας πριν γείρει για τα καλά ο ήλιος, πήρε τον κατήφορο αλαφροπατώντας και λίγο πιο κάτω ροβολώντας για το χωριό το βοσκόπουλο, συνεπαρμένο και μερακλωμένο σιγοτραγουδούσε: Όλα τα λάφια βόσκουνε κι όλα δροσολογιόνται… και μια λαφίνα μοναχή δεν πάει κοντά με τα άλλα, μόνο, στ’ απόσκια περπατεί, τ’ απόζερβα ανεβαίνει, κι όπου βρει γάργαρο νερό σκύβει και το πίνει… Αγαπούνε από παλιά την Ρεντίνα τα ελάφια και τ’ αγαπούνε κι οι Ρεντινιώτες περίσσια τα πανέμορφα τούτα ζωντανά. Στην Ρεντίνα κάποτε συνέβηκε κι αυτό, γιατί στον τόπο της πάντοτε ζούνε ελάφια!
Ο τρομερός λήσταρχος Τσιούκας
Επί Τουρκοκρατίας και ειδικά στην εποχή του Αλή Πασά, πολλοί Έλληνες που δεν άντεχαν κυρίως την σκλαβιά και τη φτώχια μαζί, αναγκάστηκαν να γίνουν ληστές και ν’ ανέβουν στα βουνά. Λήστευαν συνήθως Τούρκους αλλά και πλούσιες Ελληνικές οικογένειες. Ένας άλλος Ρεντινιώτης λήσταρχος ήταν ο τρομερός Τσιούκας με τ’ όνομα, αυτός λήστευε Τούρκους και Έλληνες τσιφλικάδες στα Θεσσαλικά καμποχώρια. Λέγεται ότι το χωριό Τσούκα πήρε τ’ όνομα του από τα καλά που τους έκανε. Τις πιο πολλές φορές παραφύλαγε τους Τούρκους φορατζήδες που ερχόταν με συνοδεία ένοπλης φρουράς για να εισπράξουν το χαράτσι, τους άφηνε να τα μαζέψουν και κατόπιν τους έστηνε καρτέρι τους τα έπαιρνε και τα έδινε σε όσους φτωχούς είχαν πολύ μεγάλη ανάγκη. Μια φορά σε μια τέτοια συμπλοκή σκοτώθηκαν πολλοί, τότε του είπαν οι άλλοι «Τσιούκα πολύ αίμα έχυσες» και αυτός τους απάντησε «δεν ήταν δικό τους το αίμα, ήταν αυτό που πίνανε από μας». Είχε καρδιά τρυφερή ο λήσταρχος Τσιούκας, μοίραζε τα κλεμμένα, βοηθούσε τους φτωχούς που είχαν ανάγκη, προστάτευε τις χήρες και πάντρευε τα φτωχοκόριτσα. Έβλεπε τα φτωχά κορίτσια που έσκαβαν με το τσαπί, τα λυπόταν και τους έδινε λεφτά να αγοράσουν βόδια για το όργωμα. Σύμφωνα με μια προφορική παράδοση, ο θεριακλής λήσταρχος Τσιούκας κάποτε ενοχλήθηκε βάναυσα από έναν καταδότη που λεγόταν Μπόρλας. Ο λήσταρχος δεν το ξέχασε τον έπιασε, τον έδειρε και του είπε «κάτσε καλά γιατί άμα μεταβάλεις σπιουνιά, μην σε βρω μπροστά μου θα σε πιάσω και δεν θα γλιτώσεις». Αλλά αυτός δεν έκοβε το χούι. Την δεύτερη φορά τον τιμώρησε έτσι, του έστησε ενέδρα και αφού τον κυνήγησε και τον έπιασε «διαόλου σπέρμα -του λέει- ’τοιμάσου να παραδώσεις ψυχή!» και τον κρέμασε ανάποδα και τον έγδαρε ζωντανό, δίπλα στο γεφύρι, κάτω από ένα πλάτανο. Το καλοκαίρι συχνά ο λήσταρχος επισκεπτόταν στα μαντριά και στα καλύβια τους ντόπιους εξοχίτες κτηνοτρόφους και ζητούσε να τον εφοδιάσουν ψωμί, τυρί, πίτες, σφάγια. Οι εξοχίτες ήταν τίμιοι άνθρωποι, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Άμα δεν τον είχες φίλο το ληστή και δεν τον έκρυβες, όταν τον κυνηγούσαν και δεν του έκανες την τάβλα όταν παράγγελνε, τότε σ’ είχε στο μάτι και κατέβαινε ένα βράδυ και τα ’κανε όλα γης ρημαδιό. Τον χειμώνα δε κατέβαινε στο χωριό και τους ρήμαζε. Για πολλά χρόνια οι κτηνοτρόφοι γιδάρηδες και προβατάρηδες τράβηξαν αυτό το βάσανο και κάποτε η υπομονή τους εξαντλήθηκε. Αποφάσισαν τότε να τον βγάλουν από τη μέση. Τον κάλεσαν λοιπόν καταχείμωνο σ’ ένα τραπέζι. Άναψαν καλά το τζάκι, έξω είχε χιόνια περίπου ένα μέτρο, του μαγείρεψαν ωραία φαγητά και του πρόσφεραν κρασί άφθονο. Ροβόλησε με όλο αρχοντιά, στητός, τραχύς κι αγριωμούτσουνος με γένια αξούριστα ο Τσιούκας, άφησε το ντουφέκι του και καλοσκαμνίστηκε δίπλα στο τζάκι με τα λαμπαδιασμένα κούτσουρα και πυρωνόταν. Έπειτα ρίχτηκε στο φαγοπότι που κράτησε αρκετή ώρα, τα δόντια του άλεθαν συνεχώς με όρεξη, έπινε συνεχώς κρασί και σφούγγιζε με τις παλάμες τα βρεμένα μουστάκια του, σηκώνοντας δε τον μαστραπά έλεγε με την βροντερή φωνάρα του «άντε, σ’ υγεία σας καλά παιδιά». Έφαγε καλά ο Τσιούκας, ήπιε κρασί αρκετό, κι έστριβε από καιρού σε καιρό και κανένα τσιγάρο, έπειτα ήρθε στο κέφι και ξένοιαστα το ’ριξε και στο κλέφτικο τραγούδι της τάβλας. Παραΰστερα το κρασί χτύπησε με θυμό τα μελίγγια του, ένιωσε όλα γύρω του να σκαμπ-ανεβάζουν, η γλυκιά όμως θαλπωρή δίπλα στο τζάκι τον νάρκωσε, του γλάρωσε τα ματόφυλλα και τον πήρε ο ύπνος. Εκεί βούλιαξε μέσα στο μούρμουρο και τους ήχους κι αποκοιμήθηκε. Μόλις άρχισε να ροχαλίζει του πέρασαν μια θηλιά στο λαιμό και τον έπνιξαν. Έπειτα αντί να τον θάψουνε επειδή ήταν βαρυχειμωνιά, τον πήγαν στην σάρα στο Σταυρό και τον πέταξαν μέσα στα χιόνια. Ο Σταυρός είναι τοποθεσία από τα παλιά χρόνια έξω από το χωριό. Τότε που είχε πέσει και στο χωριό μας μεγάλη πανούκλα, εκεί πήγαιναν οι παπάδες και σταύρωνα το χωριό κάτω από αγιασμό, να φύγει το κακό από τον τόπο μας. Κι από τότε τ’ όνομα έμεινε Σταυρός. Γοργοκύλησε ο καιρός η άνοιξη που περίμενε υπομονετικά τον χειμώνα να βαρεθεί να φύγει, τον έσπρωξε και πέρασε το κατώφλι, πέρασε ο χειμώνας, μπήκε ο Απρίλης τα χιόνια λιώσανε, τα δέντρα άρχισαν πλέον να μπουμπουκιάζουν, η γης να ντύνεται στα πράσινα και τότε το σώμα του τρομερού λήσταρχου Τσιούκα βρέθηκε ανέπαφο. 
ΤΟΤΕ ΚΑΙ…ΤΩΡΑ
Η ιδιοσυγκρασία των προγόνων μας 
Εάν εξαιρέσουμε ορισμένα ελαττώματα που είναι ανθρώπινο να είχαν οι Ρεντινιώτες πρόγονοι μας, αυτό ίσως και λόγω της αγραμματοσύνης τους, ήταν οξύθυμοι και φιλόνικοι, πονηροί και δύσπιστοι, θα δούμε όμως πως οι αρετές τους ήταν περισσότερες και πως ήταν προικισμένοι με πολλά προσόντα. Πιεζόμενοι από τις στερήσεις και τις δυσπραγίες της σκληρής ζωής, ήταν οπλισμένοι με οξύνοια, δυναμικότητα, αυτοπεποίθηση και γεν-ναιότητα. Ήταν καλοκάγαθοι, κρατούσαν λόγο, ήταν τίμιοι στο αλισβερίσι, φιλόξενοι και προκομμένοι, ειλικρινείς, ευλαβικοί χριστιανοί και μεγάλοι πατριώτες, που διατηρούσαν μέσα τους την φλόγα της φιλοπατρίας και θυσιαζόταν ευχαρίστως για την αγαπημένη μας πα-τρίδα. Ο παππούς μου Κωσταντής, όπως έλεγε η γιαγιά μου, -το άλλο γλυκό πρόσωπο των μικρών μου χρόνων- ήτανε φτωχός, τίμιος, φιλότιμος και εργατικός με αρχοντοκαμωσιά, ψηλόλιγνος καθώς ήταν και σγουρόμαλλης, με βαθιά καστανά μάτια και στρωτά γερά δόντια, δούλευε δεκάξι με δεκαοκτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει και σιγοτραγουδούσε το σούρουπο καθώς γύριζε από τα χωράφια, για να εκφράσει την χαρά και τον πόνο του. Η τσάπα γινόταν υπάκουη στa χέρια του και τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσαν συνάμα, γιατί τα φρόντιζε. Ακούω ακόμη στο βάθος των παιδικών αναμνήσεων την φωνή της γιαγιάς να μου διηγείται, για την λιγοστή ζωή του. Τα χρόνια ήτανε δύσκολα. Για να καταφέρει να αλλάξει την ζωή του, ταξίδευσε μερόνυχτα και κάποτε φθάνει στην Αμερική, κου-βαλώντας μέσα του με τρυφερότητα και περηφάνια όλη του την ξενιτιά. Τράβηξε για το άγνωστο με τις τσέπες γεμάτες όνειρα, το χρυσάφι των φτωχών. Μετά από λίγα χρόνια ξαναπήρε τον δρόμο της επιστροφής, γιατί τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα. Η ζωή θέλει πόρεψη. Η φτώχια δεν υποφέρεται έτσι μπήκε σε καινούργιο αυλάκι η ζωή του. Ο άνθρωπος είναι θεριό για να τα βγάλει πέρα, έπρεπε επειγόντως να βρει μια λύση, ξανάφυγε να δουλέψει στην κάψα του καλοκαιριού σε καμίνι καυσόξυλων στην Καϊτσα. Σαν τσεκουριά ήλθε η αρρώστια της ελονοσίας και το ’ρίξε κείνο το γερό κορμί, που μέχρι τότε δεν ήξερε τι θα πει πονοκέφαλος, αρρώστια δεν το έπιανε, δεν είχε ούτε σάπιο δόντι, ούτε άσπρη τρίχα. Και μια μέρα σαν μαύρο πουλί και σαν αστραπή έφθασε το μαντάτο του θανάτου του και σκέπασε τον ήλιο στην γιαγιά μου, πόνεσε πολύ αυτή και τα πέντε ορφανά παιδιά της. Τα χρόνια όπως συνήθως ήτανε βιαστικά και τότε, η μοίρα των ανθρώπων δεν είναι ορισμένη πάντα για τη συνέχεια. Ο άλλος μου παππούς ο Σπύρος Κατσαντώνης, έφυγε και αυτός πολύ νωρίς από τούτο δω τον κόσμο, έτσι ήταν το θέλημα του μεγάλου αφέντη του Χάρου. Ήταν ένας άνθρωπος με πολύ επιβλητικό παράστημα μέσα στο χωριό, λεβεντάνθρωπος ως απάνω αψηλός, ομορφοκαμωμένος, κορμί ολόστητο και στέρνο πλατύ, πρόσωπο αδρό, με μάτια κατάμαυρα, σκληρά και έξυπνα, στοργικός, καλός νοικοκύρης, με φιλοπατρία και πίστη, κοντινός απόγονος των Κατσαντωναίων. Σωστός άρχοντας με προκοπή περίσσια, αυγάτισε την περιουσία του, μ’ επιδέξιους χειρισμούς και όχι πάντοτε με πολύ τίμια μέσα, πολλά καλά άκουσα για αυτόν, από τα χείλη της μάνας μου και πολλών άλλων. Αυτοί είναι οι στενοί μου πρόγονοι, που αντλώ την ήρεμη και αγέρωχη περηφάνια, που μου επιτρέπει ακόμη να παραμένω ελεύ-θερος και αξιοπρεπής.
Θύμησες παλιές-αλλοτινές εποχές
Κάθε εποχή έχει να παρουσιάσει την δική της αρχοντιά. Η μία καλύτερη από την άλλη. Σφαλνώ τα μάτια μου και βουτώ τη θύμηση στα παιδικά μου χρόνια, τα θυμάμαι όλα σα να ’ταν χθες. Καθώς η ανάμνηση ζυμώνει τα παλιά με τα καινούργια, θυμάμαι τότε παλιά τον λόγγο πράσινο, το ρέμα που περνούσε δίπλα του και λίγο πιο κάτω γινόταν ένα με την ποταμιά, τις ράχες, τις άσπρες νιφάδες τον χειμώνα που έστρωναν ασταμάτητα το υφάδι τους, τα γκαρίσματα των γαϊδουριών, το λάλημα των κοκόριων και το κελάηδισμα των πουλιών, που και που κάποιο γαύγισμα των σκύλων, έναν γάμο, ένα πανηγύρι. Ακόμη αναπολώ το ξεφάντωμα των παιδιών στα αλώνια μέσα στις θημωνιές, τα τριζόνια που πριονίζανε την νύχτα, τις νύκτες γεμάτες αστέρια και άλλοτε το φεγγάρι να βρίσκεται αργοπορημένο στον ουρανό και περισσότερο τις Αυγουστιάτικες ξαστεριές, κάτι νυχτιές με φεγγάρι ολόγιομο -το φεγγάρι του τραγουδιού. Νεκρό μεγαλείο, που προσπαθώ να το ξαν’ αναστήσω με την βοήθεια της φαντασίας μου. Μα είναι δύσκολο το ξεστράτισμα, το ξάνοιγμα ψυχής και του νου, αυτά και τόσα άλλα κομμάτια θύμησης, εικόνες ζωής που με έχουν αιχμαλωτίσει αναδύθηκαν απ’ την ομίχλη του χρόνου τούτη τη στιγμή.
Σύγχρονοι δύσκολοι καιροί 
Όσα σώζονται μέχρι σήμερα δίνουν τη δική τους μάχη για να υπάρξουν στον χρόνο. Δεν είναι ακριβώς ζωντανά, μα ούτε και νεκρά, έτσι κι αλλιώς, η ιστορία δεν πεθαίνει όσο υπάρχει κάτι να την θυμίζει. Και όλη εκείνη την παλιά δόξα την θυμίζουν όλα τα θαυμαστά γεγονότα, που συνέβηκαν το παρελθόν στην Ρεντίνα. Η ιστορία όμως μόνο διαβάζεται φυλ- λομετρώντας την μνήμη. Το άλλοτε ονο- μαστό κεφαλοχώρι των Αγράφων ψυχοραγεί, έχασε την παλιά ζωντάνια του, ό- μως προσπαθεί, το παλεύει, δίνοντας τον αγώνα ν’ αποφύγει το μαρασμό, με προσδοκία να πετύχει το ακατόρθωτο. Και αποσταμένα ελπίζει να βρει τον βηματισμό του στην σύγχρονη εποχή. Σαν ανάκρασμα ηχεί η κραυγή αγωνίας για αυτά που έρχονται, η ιστορία γραμμένη με στίχους και η ελπίδα ζωγραφισμένη σε ρύμες από μια ποιητική ανάσα. Τα λόγια του ποιητή του λαού Κωστή Παλαμά μιλούν από μόνα τους. «Κι αν έρθουν χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι, κι όσα πουλιά μισέψουνε σκασμένα, κι όσα δέντρα, για τίποτε άλλο δεν φυλάν, παρά για μετερίζια, μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! τσεκούρι! τράβα, για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα, κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων! Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει, κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα ’ναι απάνου απ’ όλα». Ότι και αν προσθέσω εγώ θα ήταν λίγα και ίσως αδόκιμα. Μα θαύματα δεν γίνονται συχνά πια σε τούτο δω τον κόσμο, εκτός αν η νέα κατάσταση που θα διαμορφωθεί, την κάνει να γνωρίσει τις δόξες τις παλιές, γιατί και τη δύναμη και τους ανθρώπους που χρειάζεται έχει. Και αυτό δεν είναι παρά χρέος της νέας γενιάς, όπως μας μηνάει στο « Ανάσταση και Γολγοθάς » ο μεγάλος μας ποιητής. Αυτή η νέα γενιά έχει την ευκαιρία και το χρέος να επαναλάβει αυτό, που κάποιες άλλες σε διάφορες εποχές, το πέτυχαν και έμειναν αθάνατες. 
Τα παράδοξα των ημερών
Ο χρόνος βρίσκεται στο σωτήριο έτος 2004, μπαίνοντας σ’ ένα καινούργιο κόσμο, στα χρόνια του καταναλωτισμού και της καλοπέρασης, τα παράδοξα των ημερών μας είναι: ότι έχουμε πλατύτερους δρόμους, αλλά στενότερες αντιλήψεις, ξοδεύουμε πολλά κι ας έχουμε λίγα, αγοράζουμε πολλά, αλλά απολαμβάνουμε λίγα, έχουμε περισσότερες ανέσεις, αλλά λιγότερο χρόνο, έχουμε περισσότερη γνώση, μα λιγότερη κρίση, έχουμε πολλούς ειδήμονες, αλλά περισσότερα προβλήματα, μιλάμε πολύ, αγαπάμε σπάνια και μισούμε συχνά, έχουμε υψηλότερα εισοδήματα, αλλά χαμηλότερες ηθικές αξίες, υπάρχουν περισσότερα τρόφιμα, αλλά χειρότερη διατροφή, η βιτρίνα της ζωής φαίνεται πλούσια και γεμάτη, αλλά η αποθήκη της είναι έρημη και άδεια. Άλλη άποψη της Ρεντίνας 
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ-ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ
Περίπατοι-πεζοπορία 
Περιπλανηθείτε στους μαχαλάδες (συνοικίες), περπατήστε ακολουθώντας τα σοκάκια και θαυμάστε την εξαίρετη αρχιτεκτονική των παλιών παραδοσιακών σπιτιών, που θυμίζει έντονα Ήπειρο, άλλωστε πρώτοι Ηπειρώτες τεχνίτες τα έχτισαν στις αρχές του προηγουμένου αιώνα χρησιμοποιώντας ντόπια πέτρα και ακολούθησαν οι Ρεντι-νιώτες μάστορες που έμαθαν την τέχνη. Τα πέτρινα με ξυλοδεσιές σπίτια, όμορφα, παστρικά, νοικοκυρεμένα, είναι δίπατα σκαρφαλωμένα το ένα πάνω στο άλλο λόγω του επικλινούς του εδάφους, με στέγες από κεραμίδια , στενά παράθυρα και ένα μικρό σκεπαστό μπαλκόνι, συχνά στολισμένο με κατιφέδες και βασιλικούς. Ρεντινιώτες που ξενιτεύτηκαν έφτασαν μέχρι και την Αμερική, φιλοπρόοδοι και εργατικοί τα κατάφεραν, πρόκοψαν και γυρνώντας πίσω έχτισαν πανέμορφα αρχοντικά σπίτια με αυλόπορτες, που αναδύουν ένα άρωμα παλιάς αρχοντιάς και παράδοσης, εμπνεύσεις και δημιουργήματα ξακουστών ανεπανάληπ- των μαστόρων. Καλντερίμια, λιθόστρωτα και ξερολιθιές παντού, φτιαγμένα από σκαλιστάδες μαστόρους που αγάπησαν την πέτρα κι έκλεισαν ένα κομμάτι της ψυχής τους μέσα στα έργα τους. Γραφικά μονοπάτια, στενοσόκακα και τρίστρατα, πατήματα Ρεντινιωτών μιας άλλης εποχή, οδηγούν στις εξοχικές το- ποθεσίες στην ευρύτερη περιοχή του χω- ριού, σε ξωτόπια και σημεία με ωραία θέα που δίνουν ένα πλούτο εικόνων, εμπειριών και απολαύσεων της μοναδικής σε ομορφιά φύσης, όπου υπάρχουν διάσπαρτα ξωκλήσια και προσκυνητάρια, ωραιότατες πετρόκτιστες παραδοσιακές βρύσες με υγιεινό, εύγεστο, κρύο νερό, περάσματα, γούπατα και διάσελα, αμέτρητες πηγές, μικρορέματα και νεροσυρμές, που συντελούν στην δημιουργία του Ονόχωνου, ακόμα βαθύσκιωτα πλατάνια και βεργολίγιστες ιτιές γέρνουν απαλά τους κλώνους τους και καθρεπτίζονται φιλάρεσκα και γλυκοφιλούν το νερό του ποταμιού, ενώ νεροφίδες και βατράχια κολυμπούν. Πιο πέρα δε σκιερά πλατύφυλλα πλατάνια και παλιοί εγκαταλειμμένοι γραφικοί νερόμυλοι είναι πλάι στο ποτάμι. Οι νερόμυλοι που άλλοτε γυρόφερναν την μυλόπετρα. Ήρθε ύστερα η ώρα της εγκατάλειψης και το μονότονο τραγούδι των μυλόπετρων και το πέσιμο του νερού στην ξύλινη καρούτα σταμάτησε. Σήμερα απομένουν σωροί από ερείπια, τα οποία την ύπαρξη τους θυμίζουν. Κάντε απογευματινό περίπατο στο Σταυρό και ανεβείτε στο Παλιόκάστρο την Ακρόπολη του χωριού, για το περπάτημα της ματιάς. Από εκεί μπορείτε να δείτε πανοραμικά ολόκληρο το χωριό ν’ απλώνεται στα πόδια σας, απολαύστε την μαγευτική θέα, την αύρα την σιγαλή να σας περιζώνει και νιώστε το καθάριο, μελοκότατο αεράκι του βουνού που θα σας καθηλώσει στην ίδια θέση για ώρες. Ίσως γιατί εκεί μπορείτε να δείτε αυτή τη γλυκιά ώρα, τα όρια της απροσμέτρητης ομορφιάς και της τελειότητας, μπορείτε να δείτε τη δόξα του ηλιοβασιλέματος σε όλη του την μεγαλοπρέπεια, τα ρόδινα σύννεφα της δύσης και τ’ όμορφο κοκκινωπό χρώμα, που παίρνει ο ουρανός, καθώς ο βασιλιάς ήλιος, βυθίζεται πίσω από τα βουνά. Ο ήλιος σέρνει απάνω στους λόφους τις υστερνές του αχτίδες, αποχαιρετά πια βασιλεύει. Οι ρόδινες, μαβιές, πορτοκαλιές και χρυσές αποχρώσεις του ηλιοβασιλέματος δημιουργούν μια φαντασμαγορία απερίγραπτης ομορφιάς. Το δειλινό μόλις έχει λιώσει σε χρώματα πορφυρά και χρυσαφιού στο δυσμικό ορίζοντα και το κοντόβραδο αρχίζει να πλακώνει. Είναι η στιγμή που η μέρα ανταμώνει τη νύχτα, καθώς η βραδιά κατεβαίνει λίγο λίγο από πάνω από τον ουρανό, το φεγγάρι της γέμισης προβάλει νωρίς πίσω από τα βουνά. 
Εκδρομές στις βουνοκορφές 
Μια ανάσα έξω από το χωριό στον Σταυρό, υπάρχει το γήπεδο αθλοπαιδιών και δέκα λεπτά διαδρομής πιο πέρα, αφήστε τα πόδια σας να σας οδηγήσουν στον Άγιο Μάρκο, ειδυλλιακό χώρο αναψυχής και γοητείας, με πυκνή βλάστηση, πλατάνια, κήπους, καβάκια και καρυδιές. Απολάψτε σπάνια γεύση ομορφιάς, στιγμές ξεφάντωμα του νου και των αισθήσεων. Ξεκινήστε για τα βουνά, εκεί ψηλά η δροσιά είναι παντοτινή. Ανεβείτε τις πλαγιές κατηφορίστε τις χαράδρες, κάθε στροφή και άλλη εικόνα, κάθε κορφή και άλλο φως, κάθε πλαγιά και άλλο άπλωμα της ψυχής…κι ακούστε το κελάηδισμα της πέρδικας και του κότσυφα. Κάντε την «επική ανάβαση» έλατα αγέρωχα σας περιμένουν, για να σας καλωσορίσουν με εκείνη την γνώριμη βοή τους, καθώς το αεράκι λικνίζει τα κλαδιά τους. Όσες φορές όμως κι’ αν ανεβείτε θα νιώσετε πάντα την ίδια συγκίνηση, το ίδιο αναγαλίασμα, το τοπίο και η φύση έχουν μια οντότητα μεγαλειώδη και μαγική, στον επισκέπτη ασκούν μια παράξενη γοητεία ανάμεικτη με έκπληξη και θαυμασμό. Απογειωθείτε!! Αναζητείστε την ψυχική ηρεμία, την γαλήνη και την απερίγραπτη ομορφιά στους κόλπους της φύσης. Όσα βουνά κι’ αν ανεβείτε, από τις κορφές τους θ’ αγναντεύετε άλλες κορφές ψηλό-τερες, μιαν άλλη πλάση ξελογιάστρα. Και στην κορφή σαν φτάσετε την κατάψηλη, πάλι θα καταλάβετε πως βρίσκεστε, σαν πρώτα κάτω από όλα τ’ άστρα, όπως έλεγε ο μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Πάρτε βαθιά ανάσα. Αποδράστε ανεβαίνοντας ακόμη πιο ψηλά πάνω από τα 1100 μέτρα, παραδοθείτε στην αυτοκρατορία των αισθήσεων, πεζοπορήστε στα ελατόφυτα ανάμεσα στις φτέρες μονοπάτια στο Καρφί, πιείτε γάργαρο νερό στην ξακουστή ιστορική πηγή στο Λαύριο, όπου η άφθαστη ομορφιά κόβει την ανάσα και θαυμάστε το εκπληκτικής ομορφιάς πράσινο σκηνικό που στήνουν τα έλατα. Εξορμήστε στο Λεπούχι, κορφοπατήστε και αφήστε να χαϊδέψουν τα μάτια σας τις ατέλειωτες βουνοσειρές, απολαύστε το σπάνιο θέα- μα που αγγίζει την ομορφιά του απ- είρου και αγναντέψτε τον γόνιμο Θεσσαλικό κάμπο. Στην αλαφρογραμμένη κορφή, στη θέση Ζαχαράκι σε υψόμετρο 1100 μέτρων, στα σύνορα Ευρυτανίας και Φθιώτιδας, σε ένα τοπίο ονειρικών διαστάσεων, που βρίσκεται πάνω από το χωριό, με την μαγευτική θέα προς τις γύρω βου- νοκορφές, περιστοιχισμένο από ψηλά έλατα και εντυπωσιακή φύση έχει διαμορφωθεί ο περιβάλλον χώ- ρος του με νεόκτιστη παραδοσιακή βρύση και πάγκους, όπου οι ντόπιοι και οι επισκέπτες στρώνουν μακριά ξύλινα τραπέζια, όπου φιλοξενούνται τα παραδοσιακά εδέσματα, ενώ κάτω από τα δέντρα, αρνιά ψήνονται στην σούβλα και κομματιάζονται με τα χέρια, συνοδεία μουσικής και απεριόριστου κεφιού. Όλα είναι τόσο όμορφα! Άρωμα από ελατίσιο ρετσίνι έρχεται σαν αύρα μοσχοβολώντας κι ακούγονται τα πουλιά που φτερακίζουν αλλάζοντας κλώνους. Εδώ πάνω στο βουνοκάμπι νιώθεις να γεμίζουν τα πλεμόνια σου, από τον βουνίσιο αέρα και σαν μια μέθη σε συνεπαίρνει. Εδώ σ’ αυτό το μαγευτικό τοπίο ορεινής επιβλητικότητας, βρίσκεται το ταπεινό εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων και ακόμη η περίφημη βρύση του Ζαχαράκι, που έγινε με έξοδα του Ρεντινιώτη προεστού μυημένου στην Φιλική Εταιρεία Κώστα Ζαχαράκη, του καλού πατριώτη και πρώτου Δημογέροντα, που τον δηλητηρίασαν στα Τρίκαλα. 
Πέτρινα γιοφύρια-ένα ταξίδι στο χρόνο 
Τα πετρογέφυρα αποτελούν μοναδική κληρονομιά που γεφυρώνει το χθες με το σήμερα. Τα περισσότερα από τα γεφύρια αυτά είναι μονότοξα και είναι κτισμένα σε επιλεγμένα σημεία, εκεί όπου η κοίτη των ποταμιών είναι στενή. Είναι κτισμένα από εμπείρους τεχνίτες και στέκονται υπερήφανα εδώ και πολλά χρόνια, σχεδόν παρατημένα στη βαθιά σκιά των νέων οδικών αξόνων. Ονόχωνος, σ’ αυτό το ποτάμι οι προπαππούδες μας έφκιαξαν το εντυπωσιακό μονότοξο γεφύρι στα Μαντάνια. Ένας Θεός ξέρει κι αυτοί που το ’φκιαξαν, τι τράβηξαν αυτοί οι άνθρωποι και με ποιες στερήσεις και δυσκολίες κατόρθωσαν να το χτίσουν. Οι άνθρωποι εκείνοι τον καιρό της Τουρκοκρατίας, δεν μπορούσαν ούτε το ψωμί της χρονιάς να κονομήσουνε, όχι να φκιάξουνε και γιοφύρια. Οι Τούρκοι δεν χάλαγαν γρόσια για δρόμους και γιοφύρια να διαβαίνουν οι ραγιάδες χριστιανοί. Αυτοί ήξεραν μονάχα να παίρνουν και όχι να δίνουν. Μαζεύτηκαν λοιπόν οι χωριανοί, κι αποφάσισαν να φκιάξουνε το γιοφύρι. Δεν γινόταν αλλιώς, πνίγηκαν άνθρωποι! Άσε τα ζωντανά, που απ’ αυτά πνίγηκαν πολλά. Χτίστηκε το γιοφύρι, όμως μετά από λίγα χρόνια με μια πρωτόγνωρη νεροποντή, το ποτάμι φούσκωσε και παρέσυρε το γιοφύρι προς μεγάλη απογοήτευση των χωριανών. Στην μεγάλη απελπισία προσφέρθηκαν οι καλόγεροι του μοναστηριού να το ξαναχτίσουν. Άρχισε λοιπόν το ξαναχτίσιμο του, αλλά κατά σατανική σύμπτωση τον καιρό εκείνο έγινε τρομερός σεισμός και το γιοφύρι γκρεμίστηκε συθέμελα. Ο πρωτομάστορας απογοητεύτηκε, αλλά του ηγουμένου Ζαχαρίου η πίστη δεν κλονίστηκε, «ο διάβολος έκαμε την δουλειά του για να μας κουράσει περισσότερο» είπε. Πλήρωσε στην συνέχεια τους μαστόρους και τους συνέστησε να ξεκινήσουν πάλι το χτίσιμο από τα θεμέλια, οι κτίστες όμως ήταν διστακτικοί, γιατί αμφέβαλαν αν υπάρχουν χρήματα για να πληρωθούν το έργο από την αρχή. Και τότε ο ηγούμενος που αντιλήφθηκε που οφειλόταν οι δισταγμοί τους, έβγαλε από την τσέπη του μια χούφτα ασημένια νομίσματα και τα πέταξε στην κοίτη του ποταμιού. Αυτό ήταν όλο και το έργο ξανάρχισε, ξανάρχισε όμως και ο πονοκέφαλος του ηγουμένου, ο οποίος δεν είχε δεκάρα πέρα από όσα σκόρπισε στο ποτάμι! Πιο παρακάτω στο ποτάμι μέσα σ’ ένα καταπράσινο περιβάλλον ξεπροβάλει δίπλα στα πλατάνια, το ξεχασμένο σπουδαίο γεφύρι του Καλογηρόμυλου. Ένα ακόμη εξαίρετο μνημείο γεφυροποιίας στις κλεισούρες του Ονόχωνου κοντά στο Σμόκοβο και στην θέση Πλάκα είναι το πετρογιόφυρο του παπά-Θεωνά. Όταν πνίγηκε ο καλόγερος του μοναστηριού, τότε έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο. Αποφάσισαν τότε οι χωριανοί να χτίσουν κι αυτό το μονότοξο γιοφύρι, ώστε να επιτρέπει στους ανθρώπους να περνούν πιο ευκολότερα στα κτήματα τους, αλλά και στους τσοπάνηδες να διαβαίνουν απέναντι για να βόσκουν τα ζώα τους. 
Φύση-βλάστηση (πανίδα και χλωρίδα)
Η Ρεντίνα των λουλουδιών και του μικρόκοσμου, στον Μάη όταν λιώνουν τα χιόνια και ένα παχύ στρώμα χορταριού κάνει την εμφάνιση του και μαζί με αυτό ένα πανέμορφο χαλί από χιλιάδες λουλούδια. Η βλάστηση αυτή συνθέτει ένα απέραντο φυσικό τοπίο με θαυμαστή αρμονία μονία και πλούσια ποικιλία αποχρώσεων, φωτισμού και ανταύγειες, που βαθμιαία μεταλλάσσονται, αναπροσαρμόζονται κατάλληλα και εναρμονίζονται πλήρως προς το εποχικό κύκλο της φύσης. Άνοιξη είναι, χιλιάδες έντομα, ερπετά, πετεινά του ουρανού και τετράποδα κινάνε από παντού για το τραγούδι της ζωής και της συνέχειας, να κάνουν έρωτα. Είναι μοναδική εμπειρία να βρεθείτε στις αρχές του Ιουνίου, ποτέ δεν θα νιώσετε μόνος, αντίθετα προκαλεί κατάπληξη ο ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός των ζωυφίων που συναντάτε. Σε κάθε βήμα ξεπετάγονται μέσα από τα χορτάρια αμέτρητα φλύαρα τζιτζίκια φοβισμένα από τον ξαφνικό επισκέπτη, πεταλούδες πετούν συνέχεια, σκαθάρια εξερευνούν το έδαφος, αράχνες παραμονεύουν έχοντας στήσει τον ιστό τους, πασχαλιές και μέλισσες περιφέρονται, όλα αυτά αποτελούν παράδεισο για τον μικρόκοσμο. Ο πρώτος ήλιος πέφτει στο διάσελο, η ανατολή αχνοροδίζει, το φως της χαραυγής σιγά αυγατίζει και φωτίζει όλα τα γύρω βουνά δίνοντας τους ένα υπέροχο χρυσοκίτρινο χρώμα. Τα προσήλια και οι ξέφωτες γερτές πλαγιές καταπράσινες, από την άνοιξη μέχρι τον Ιούνη παίρνουν ένα σκούρο χρώμα αργότερα. Τα πυκνά δάση από έλατα καστανιές, δρυς, οξιές, βελανιδιές, και φτελιές, μικρός επίγειος παράδεισος, βιότοπος με πυκνή βλάστηση, όπου ζουν και αναπτύσσονται σπάνια είδη πανίδας και χλωρίδας, από- τελούν κατοικία ζώων και πουλιών και αγαπημένο τόπο των κυνηγών για θήρα πτηνών, λαγών και αγριόχοιρων. Μέσα στα δάση αυτά ζουν ακόμη άγρια ζώα, όπως αλεπούδες, λύκοι, σκίουροι, κου- νάβια, ερπετά, πολλά αγριογούρουνα, λίγες αρκούδες και ελάχιστα ζαρκάδια. Να ’χεις αυτί ν’ ακούς και μάτι να βλέπεις. Η περιοχή αποτελεί ισορροπημένο οικοσύστημα, πρέπει να ενταχθεί στο δίκτυο προστασίας της άγριας ζωής και να είναι ελεγχομένη κυνηγητική περιοχή, οπότε να από- τελέσει καταφυγή θηραμάτων και πτηνών, όπως η ορεινή πέρδικα, η τσίχλα και όλα τα είδη ενδημικών μικροπουλιών. Κάθε έλατο, κάθε δένδρο, λουλούδι, ρυάκι ή ζωύφιο αποτελούν μέρος της αλυσίδας της ζωής και της δημιουργίας. Επομένως σεβασμός στη φύση και το περιβάλλον.
Πρόσφατο προσκυνηματικό μεθύσι στο περιβάλλον της Γενέτειρας 
Νεραϊδοκαμωμένη αρχόντισσα η Ρεντίνα το καλοκαίρι σε γοητεύει με το χρυσοπράσινο πέπλα της, σε μαγνητίζει με μια αιθέρια λάμψη της και σε μεθά με τα μύρα της και τα ολόδροσα θέλγητρα της. Στο πρώτο γλυκοφέγγισμα έσβησαν τα πρώτα αστέρια στην ανατολή, χαράματα την ώρα που η ροδοδάχτυλη χαραυγή σκορπίζει ροδοπέταλα στον μακρινό ορίζοντα, βάφοντας τις πλαγιές γύρω σαν με χίλια χρώματα. Ξημέρωσε πια ο Θεός τον κόσμο, θαμποχαράζει η ανατολή και ρόδισε η αυ- γούλα, στ’ ακρούρανα σέρνεται κιόλας μια τριανταφυλλιά γραμμή, η μέρα παίρνει να χαράζει. Σε λίγο προβάλει μια υπέροχη σύνθεση με άπλετο φως αχνορόδινο, που σκόρπισε στις πλαγιές, στα ουρανοθέμελα, στα κορφοβούνια. Ήταν ένα όμορφο πρωινό, δροσάτο και λιοπερίχαρο σαν ξεκίνησα μια βόλτα για την εξοχική φύση, καθώς περπατώ κελαηδούνε τα πουλιά, ο τόπος έρημος, ψυχή ζώσα. Με πήρε το παράπονο και το τραγούδι αρχίζω «ρημάξανε τα διάσελα κι οι στράτες ερημώσαν…» Καθώς ανεβαίνω βλέπω στην ανεμοράχη και στις πλαγιές τα έλατα να χαιρετούν απέναντι τις ομορφοστολισμένες οξιές και μέσα στα δασιά πουρνάρια, μερικά κυκλάμινα να προβάλουν τον ευγενικό ανθό τους. Ακούγονται γύρω μου πουλιά που φτερακίζουν αλλάζοντας κλωνιά και μέσα στις τρύπες λουφάζουν σαν ναρκωμένες οι σαύρες, έτοιμες να γλιστρήσουν σαν ακουστεί βήμα. Οι λαγκαδιές πέρα θαμποπρασινίζουν απ’ τα στερνά απόφωτα που είχαν ξεμείνει κατά την δύση, κι ένα φως γαλακτερό κατά την ανατολή. Ύστερα σιγά σιγά, άστραφτε κίτρινο κι απλωνόταν όλο ψηλότερα κατά τον ουρανό. Περίλαμπρη μέρα σήμερα, σωστό γιορτάσι η λιακάδα ενώ ανάλαφρα φυσά περίεργα ένα μαλακότατο αεράκι, τώρα είναι καλοκαίρι, Αύγουστος, κι είναι χαρά Θεού, χαρά του ανθρώπου! Μεγάλη ήταν η λαχτάρα μου ν’ ανέβω στα ψηλώματα. Λαχτάραγα τα κορφοβούνια, όλο το βόσκαγα μέσα μου αυτό το όνειρο κι όλο άπιαστο ήταν. Και να σήμερα τα καταφέρνω. Από τις λαγκαδιές μέσα ξεσερνόταν το πρωινό αγέρι, που έκανε τα πουλιά να ξυπνούν και τα φύλλα να λιανοτρέμουν. Ώσπου ξεμύτισε πια κι ο ήλιος και βρέθηκε ολόβολος βουτηγμένος σ’ ένα κόκκινο φως. Λιγωνόταν η μέρα. Στην βουνοπλαγιά χάθηκαν τα βυσσινιά, και τα μαλάματα απλώθηκαν στα ουρανοθέμελα. Χαρά Θεού μέρα. Το μονοπάτι φιδοσερνόταν νοτισμένο κι η δροσιά γυάλιζε στο πρωινό φως, κι οι σπίνοι κρυμμένοι στις τούφες ζερβόδεξα, τρομάζουν στο διάβα μου και ξεσηκώνονται σμάρι, ν’ αλλάξουν κλαδί. Φθάνω στην Τρεμούλα, εδώ τα σιάδια και τα ισιώματα είναι πολλά. Σταμάτησα κι αγναντεύοντας όρθιος στα χαμηλά, τον δρόμο που είχα κάνει. Ήταν όμορφα εδώ και μου άρεσε, στρώθηκα καταγής να πάρω μια ανάσα ν’ απολαύσω. Άμαθος από τόσο ανήφορο κοντανασαίνοντας στάθηκα να ξαποστάσω λιγάκι, κάπου μια ώρα δρόμο είχα κάνει χωρίς να νιώσω την κούραση. Ένιωσα τώρα να βαραίνει όλο μου το κορμί, ήθελα να σκύψω μπρούμυτα στο νερό και να ποτιστώ και να βρω χορτάρι αμάλαγο ν’ απογείρω, πεινούσα κιόλας. Ανακλαδίστηκα κάθισα χάμω, έστρωσα έπειτα ένα μαντήλι μπρος τα πόδια μου, κι έβγαλα το τυρί και το ψωμί. Ο δρόμος ανοίγει την όρεξη, ούτε θυμάμαι άλλη φορά τέτοια όρεξη. Ξεκουράστηκα για λίγο, πείρα μια βαθιά ανάσα, για να υποκύψω στον νέο πειρασμό. Πιο πάνω περιμένουν αντίστοιχες ομορφιές χωρίς υπερβολικές δόσεις «τουριστικής ανάπτυξης». Έπειτα καθώς συνεχίζω την ανηφόρα για το Ζαχαράκι, ένα μαγευτικό τοπίο ανεπιτήδευτης απλότητας και ακατέργαστης φυσικής ομορφιάς, είδα το μόσχο κίτρινο την ρίγανη ανθισμένη, βρήκα κι έναν αμάραντο στην πέτρα φυτρωμένο. Ειδυλλιακές εικόνες απόλυτης ομορφιάς και καθώς ανεβαίνω προς τις αετόσκαλες κορυφογραμμές, το δροσερό αεράκι ολόδροσο, χλιο σαν χάδι στο πρόσωπο μου, μυρωμένο με ρίγανη φουσκώνει τα στήθη και ορθώνει την ψυχή μου. Ηδονή το ανάσασμα, μέθυσμα ο αέρας. «Όλα γυμνά τριγύρω μου, όλα γυμνά εδώ πέρα, εδώ είν’ ο ίσκιος όνειρο, εδώ χαράζει ακόμα, εδώ τα πάντα ξέστηθα, κι αδιάντροπα λυσσάνε, ρουμπίνια εδώ, μαλάματα, μαργαριτάρια ασήμια, … όλα γυμνά τριγύρω μου, όλα γυμνά εδώ πέρα, λαγκάδια, βουνά ακροούρανα, ακράταγη είναι η μέρα»…, οι υποβλητικοί στίχοι του ποιητή- από την Πολιτεία και Μοναξιά- σφυροκοπούν ανηλέητα την διεγερμένη φαντασία μου και διαποτίζουν με δονούμενο εγκεφαλισμό τον αισθησιασμό μου. Στην χαρισάμενη αυτήν εποχή του καλοκαιριού μια ολόκληρη μέρα βρίσκομαι μέσα σε απροσμέτρητα χρώματα, ρεμβάζοντας με μάτια στυλωμένα στην γαλήνη και την μενεξελιά δόξα του ουρανού. Φθάνω στο Ζαχαράκι. Αλλιώτικη μου φαίνεται από εδώ η Ρεντίνα! Στα χαμηλά που είναι χτισμένη, σωστή ζωγραφιά!, χωριό κεφαλοχώρι. Κοντοστάθηκα πέφτω σε συλλογή και στοχάζομαι, ύστερα ψέλλισα μέσα από τα φυλλοκάρδια μου με καημό: Εσύ όμορφο χωριό, εσύ γλυκιά Ρεντίνα,, πως είσαι και πως θα γενεί μετά από λίγα χρόνια, όταν θα λείψουν κι οι παλιοί που τώρα σε κατοικούνε. Μια αγωνία με κρατεί κι ο στεναγμός με πνίγει! Εδώ στην μαγευτική μαγεία στο βουνό, μέσα σε όνειρο από φως και χρώματα, στρώμα σου νιώθεις τα σύννεφα και ξαπλώνεις πάνω τους, αδέλφια σου τα αστέρια και μιλάς μαζί τους. Εδώ πάνω όλα τ’ αγκαλιάζει το μάτι και τα κάνει δικά του. Εδώ είναι ο ουρανός και τ’ αψηλώματα, τίποτα άλλο. Τι συνέπαρμα είναι αυτό. Εδώ πάνω απ’ το κεφάλι σου δεν έχεις παρά τα όρνια και τους αϊτούς, που αρμενίζουν αργά τα φτερά τους και που σκούζουν καμιά φορά κι αντιλαλεί η κρωξιά τους σ’ όλα τα διάσελα. Καταμεσήμερο, ο ήλιος ζυγιαζόταν κορφουρανίς κι ούτε κάμα με καίει, μήτε ιδρώτας έσταξε, παρά δροσολογούμε στο γλυκό αέρι που έρχεται από τα έλατα κι αφήνει την καρδιά μου να χαίρεται και να ξαλαφρώνει. Άρωμα από ελατίσιο ρετσίνι έρχεται με την αύρα μοσχοβολώντας. Κι αποξεχνιέμαι στη δροσιά, βουλιάζω και ονειρεύομαι… Αλησμόνητες στα αλήθεια στιγμές όσο κι αν κρατήσουν, διαρκούν πάντα λίγο μέσα σε αυτό το τόσο συνθετικό και ανεπανάληπτο μεγαλείο. Και αρχίζοντας να κατηφορίζω, φεύγω με την εντύπωση πως το ετοίμασαν, θαρρείς οι χάριτες για μένα αυτό το μεθυστικό γιορτάσι, για να με ανταμείψουν για τον κόπο να ανέβω ως εκεί. Γέρνει ακόμη ο ήλιος, σηκώθηκα για φευγιό. Βαριά και πικραμένα γέρνει το κεφάλι μου καθώς, παίρνω αμείλικτος τον κατήφορο για γυρισμό. Ήταν η ώρα που μισοφέγουν ακόμη τα βουνά και που αρχινούν οι κοιλάδες να μαυρίζουν. Η μέρα πήγαινε να σωθεί κι ο ήλιος έλεγε να βασιλέψει. Μέσα από τα λαγκάδια, από τους βράχους κι από τα βουνά, μαζί με των δέντρων τις μυρωδιές και τ’ αρώματα των λουλουδιών, έβγαιναν κρυφοί, μυριάδες αναστεναγμοί. Κοντόβραδο, πέρασε η ώρα άργησα, καιρός να του δίνω. Αρχίζει να σουρουπώνει καθώς ξεκινώ για την επιστροφή στο χωριό, στον δρόμο μου συναντώ τραγουδιστές πηγές και βρυσούλες, πίνω δροσερό νερό και ξεδιψώ, η ίδια πηγή συνεχίζει αέναα το κελάρυσμα της, αληθινός ύμνος στον ατέρμονα κύκλο της αιωνιότητας και οι κληματσίδες και τα αναρίθμητα αγριολούλουδα μοσχοβολάνε γύρω μου. Την άνοιξη τώρα το καλοκαίρι τώρα στολίζει ο Θεός τη γη μ’ εννιά λογιών λουλούδια και αηδόνια και κοτσύφια υψώνουν σιντριβάνια τις τρίλιες τους. Είναι έμπνευση μοναδική σαν πετύχεις αυτή τη φύση στην πιο καλή της ώρα. Να ’χεις χίλια μάτια να βλέπεις αυτή την ουράνια γιορτή. Όμορφος που ’ναι ο κόσμος! Όμορφος που’ ναι Θεέ μου! Αισθάνομαι κατάβαθα πόσο ακριβή είναι η κάθε στιγμή που περνάει πανωθέ μου και θέλω να τη σταματήσω και να της πω: σ’ ένιωσα, σε χάρηκα και σ’ ευχαριστώ! Κοντά στην υπέροχη αυτή τελετουργία της μυστικής ζωής της φύσης, που σου παίρνει την ψυχή και την αψηλώνει, διακρίνεις και τον αδιάκοπο ανθρώπινο μόχθο που έχει αφήσει παντού τα σημάδια του. Που και που κάποιος γεωργός επιμένει να σκάβει ακόμα το χώμα, ενώ ο γείτονας του πιο πέρα βόσκει ανέμελα τις λιγοστές κατσίκες του. Εδώ η ζωή μετράει τα βήματα του χρόνου με το δικό της μέτρο, εδώ ο χωροχρόνος ακολουθεί το δικό του ρυθμό. Εδώ είναι κρυμμένες και οι τόσες μνήμες, μακριά από την οχλοβοή της πόλης και την πνιγερή ατμόσφαιρα των καυσαερίων. Εδώ το τοπίο είναι γαλήνιο τυλιγμένο μέσα στην γνήσια ομορφιά του, δάση, βουνά, πουλιά λουλούδια, κρύα νερά, δροσερός αέρας. Εδώ οι γρύλοι παίρνουν τη βάρδια από τ’ αηδόνια και δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μεθυστική. Οι ώρες γύρισαν όπως οι μέρες, ο ήλιος πλησιάζει προς το τέλος της τροχιάς του για σήμερα, ξέφτισε, το σούρουπο δίνει τόπο στην νύχτα που σίμωσε, μεγαλώνουν οι ώρες είναι ώρα για γυρισμό. Πήρα το δρόμο του γυρισμού, τ’ απόγευμα είναι γλυκό, η δυσμική φλόγα του ήλιου χρωματίζει τον δρόμο με ζωηρή πορτοκαλιά φεγγοβολιά, που γίνεται ρόδινη, πορφυρή, χρυσαφή. Οι λαγκαδιές πέρα θαμποπρασινίζουν απ’ τα στερνά απόφωτα που ’χουν ξεμείνει στη δύση. Σιγά σιγά τα χρώματα χλόμιασαν, η φύση γύρω άξαφνα γίνεται μουντή, ο ήλιος έχει βασιλέψει κι αρχίζει να πέφτει μαλακά το σούρουπο, όλα γίνονται ξέθωρα κι ασύστατα. Όπως πύκνωσε το απόβραδο, τα φυλλώματα γυρωτρόγυρα παίρνουνε απίθανες διαστάσεις και τα πουλιά κούρνιασαν στις φωλιές τους κι η νύχτα απλώνεται ανεπαίσθητα. Λίγο λίγο κατεβαίνει η νύχτα από ψηλά κι αγκαλιάζει την μέρα. Η μέρα λιγοθύμησε. Τ’ αγκάλιασμα όλο και γίνεται πιο σφιχτό, η μέρα έσβησε πάει. Ξεθαρρεύονται και οι οσμές. Κοντανασαιμιές και θροΐσματα φύλλων, τριξίματα των κλαδιών, ως να τεντώνονται τα δέντρα μέσα στη δροσιά ύστερα από το πύρινο μούδιασμα της μέρας. Σε λίγο στην ανατολή το φεγγάρι πρόβαλε κοκκινωπό και πέρα στη δύση ο αποσπερίτης άναψε το μέγα λαμπρό φως του. Πάνω στον ουρανό φάνηκαν τ’ αστέρια το ένα ύστερα από τ’ άλλο και στέκουν ασάλευτα και κεντούν πια τον ουρανό, γύρω τρίζουν γρύλοι και ακούγεται μονότονα ο κούκος και η πένθιμη φωνή του γκιώνη που ψάχνει τον αδελφό του, ενώ πιο πέρα θροΐζουν μυστηριωδώς τα φυλλώματα της οξιάς και κλαυθμυρίζει η κουκουβάγια. Τα τριζόνια άρχισαν να τρίζουν, είναι τα τζιτζίκια της νύχτας. Σαν σταμάτησαν τα τζιτζίκια να τραγουδούν τη μέρα αρχίζουν αυτά και συνεχίζουν. Είναι η βραδινή προσευχή που κάνουν κι αυτά τα μικρούλια ζουζούνια στον Ύψιστο, που τα δημιούργησε. Η νύχτα αγάλι αγάλι στην συνέχεια κατέβηκε αλαφροπερπατώντας ήσυχα και κάλυψε τον όμορφο τούτο κόσμο. Κι ύστερα ένα φεγγάρι αφάνταστο έσπασε και χύθηκε σε ασημένιο νάμα και φώτισε εκείνη τη νύχτα, που ’λεγες ότι έλιωναν ασήμια, ασήμια παντού γύρω και που αν ξέσπαγε κάπου κάποια κραυγή, θα ’σπάζαν όλα. Τόση ήταν η μαγεία. 
ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ
Περασμένα μεγαλεία Ήταν μια φορά κι ένα καιρό η Ρεντίνα τρανό χωριό, χωριό κεφαλοχώρι με πληθωρική αρχοντιά, οι γεροντότεροι μιλούν για παλιές καλές εποχές που ανθούσε ακόμη και η σηροτροφία. Υπήρξε κάποτε σε αυτόν εδώ τον τόπο, μια ατμόσφαιρα ευωδιασμένη από το μεράκι της δημιουργίας Ένας παροξυσμός δραστηριότητας, που έβρισκε την έκφραση στα μεγάλα έργα. Γραφτές και προφορικές πληροφορίες συγκλίνουν στην παραδοχή πως Ρεντινιώτες έφτασαν στις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας, την Ρωσία, μέχρι και την Πόλη ακόμα και αργότερα την Αμερική. Γι’ αυτό κι οι ταξιδιώτες συγχωριανοί μας γύριζαν πνιγμένοι στα γρόσια και το χρυσάφι και η Ρεντίνα γνώρισε χρόνους μεγάλης οικονομικής ακμής. Το χωριό μπόρεσε να προκόψει περισσότερο να δει σιγά σιγά τους καλούς καιρούς. Οι χυμοί της οικονομικής ευρωστίας κυκλοφορούσανε ασταμάτητα στην κωμόπολη και γίνανε πολλά έργα εκκλησίες, πλατείες, δρόμοι, βρύσες και όμορφα αρχοντικά. Η Ρεντίνα είδε εποχές δόξας και μεγαλείου.
Ο ξενιτεμός 
Το ταξίδι το πέρα από τα βουνά που ζώνουν την Ρεντίνα άρχισε επίσης με τον καιρό να γίνεται ανάγκη και πάθος. Ταξίδευαν οι Ρεν τινιώτες παντού ή ξεκινούσαν για τον μεγάλο κόσμο γυρεύοντας προκοπή και κακοτυχιά. Άλλοι φτάνανε στα ελάχιστα, άλλοι στα μέγιστα, πρόκοψαν περίτρανα. Οι Ρεντινιώτες ξενιτεύτηκαν σε τόπους μακρινούς και αναζήτησαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για να βοηθήσουν και τους δικούς τους στην ιδιαίτερη πατρίδα. Ο δεσμός των Ρεντινιωτών με την Πόλη και τις παραδουνάβιες χώρες της Μολδοβλαχίας, έχει βάθος χρόνου. Οι συγχωριανοί μας σταμάτησαν να πηγαίνουν στην Πόλη μόλις στις αρχές του προπερασμένου αιώνα, για λόγους βέβαια, που προέκυψαν ύστερα από την νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Βαλκανική Χερσόνησο, από την μια μεριά και από την άλλη. Αργότερα τους ελκύει περισσότερο η σιγουριά και η γοητεία της Αμερικής. Με τον ξενιτεμό των πιο άξιων παιδιών της. Η ξενιτιά έγινε μοίρα και καημός στην Ρεντίνα, έγινε τραγούδι: «Ήρθε καιρός να φύγουμε κι ώρα για να πάμε, το πως να πω το έχε γεια, το πως να πω θα φύγω». Όμως γύριζαν πάλι στον τόπο τους, σαν έφτιαχναν ένα μικρό κομ-πόδεμα, είχαν τους δικούς τους και τον τόπο που τους περίμενε. Στον καιρό του ξενιτεμού τα κορίτσια και οι αρραβωνιασμένες καρτέραγαν και τραγούδαγαν: Παρθένα Παναγία μας δείξε τα θάματα σου, φέρτονε κοντά μου γρήγορα, να στείλω τα μαντ’ λώματα, για να κινήσ’ ο γάμος και Κυριακή ξημέρωμα, νύφη να με στολίσουν και να με πάν στην εκκλησιά, μαζί με τον καλό μου, να γίνει το στεφάνωμα στον Αϊ Νικόλα μέσα. Γύριζαν οι περισσότεροι χωριανοί από τον μισεμό κι έχτιζαν ωραία δίπατα σπίτια και ακουμπούσαν εκεί τις ελπίδες τους. Κι έπειτα «έφευγαν» ήσυχοι για ό,τι έκαναν… 
Το θαυμαστό φίλτρο- οι μεγάλες θυσίες για την πατρίδα 
Οι Ρεντινιώτες πρόσωπα που κουβαλούν την ιστορία των προγόνων τους, χαράζουν μόνοι τους το δρόμο τους, πιστεύουν σε αξίες, δημιουργούν, μπορούν ν’ αντλούν δύναμη ακόμη κι όταν όλα τους έρχονται ανάποδα. Εξαιρετική είναι η συμβολή των Ρεντινιωτών σε σημαντικά για την χώρα γεγονότων. Νομίζω θα ήταν σωστό, αν προηγούμενα έριχνε κανείς μια πεταχτή, γρήγορη ματιά στα μακρινότερα περασμένα και από εκεί ως το άστραμμα του ιερού αγώνα του 1821 και αργότερα της μεγαλειώδους Εθνικής Αντίστασης του 1941 και να παρακολουθήσει την ανάμεσα στους αιώνες δύσκολη πορεία. Ότι συνέβη στο παρελθόν, πρέπει να καταγράφεται, μόνο έτσι εξασφαλίζεται ένα καλλίτερο μέλλον. Οι αρχαίοι μας άξιοι χειριστές της σφενδόνης οι απόγονοι τους της πάλας και του καρυόφυλλου, συνεχόμενα του μάλινχερ και της ξιφολόγχης, σε όλες τις εποχές, αυτοί οι άνθρωποι συνεχιστές των προγόνων τους, μπόρεσαν, φάνηκαν άξιοι του μεγάλου προορισμού. Ο δέκατος όγδοος αιώνας και πρώτες δεκαετίες του δέκατου ενάτου, συνιστούν την πιο λαμπρή περίοδο της ιστορικής πορείας της Ρεντίνας. Οι χρόνοι αυτοί σημαίνανε αιματηρούς αγώνες και θυσίες. Σήμαιναν επίσης ότι ο Ρεντινιώτης, δεν έπαυσε στην μακραίωνη ιστορία του, να είναι ίδιος και απαράλλακτος, όπως ήταν όταν οι πρόγονοι Δόλοπες πολεμούσαν στην Τροία και οι κλεφταρματολοί στα Άγραφα. Οι πόλεμοι και οι αγώνες δεν σταμάτησαν με την απελευθέρωση του Έθνούς το 1821. Αρκετές ελληνικές περιοχές βρίσκονται ακόμη κάτω από την Οθωμανική σκλαβιά και χρειάσθηκαν οι επαναστάσεις του 1854 και του 1867, ακόμη και ο ατυχής πόλεμος του 1897. Όλοι πίστευαν πως πήραν τέλος τα βάσανα τους. Όμως νέος κύκλος αγώνων και αίματος άνοιξε το 1912, για να κλίσει το 1922, με την ατυχή κατάληξη της Μικρασιατικής εκστρατείας. Η επόμενη γενιά Ρεντινιωτών έπρεπε να αποδείξει, ότι ήταν άξιοι απόγονοι των αγωνιστών του 1821. Αρκετοί Ρεντινιώτες κλήθηκαν να υπηρετήσουν στον Ελληνικό Στρατό. Η μοίρα όμως δεν στάθηκε ευνοϊκή για μερικούς από αυτούς. Στα πεδία των μαχών τους περίμενε ο θάνατος και ονομαστικά αναγράφονται στο Ηρώο του χωριού. Μεσολάβησαν λίγα χρόνια σχετικής ηρεμίας, μέχρι που ξέσπασε ο φοβερός Β΄ Παγκόσμιος πόλεμο, που για την πατρίδα μας ακολούθησε η τετράχρονη Γερμανική κατοχή και ο αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος του 1946-49. Νέοι της επόμενης γενιάς κλήθηκαν να συνεχίσουν το έργο των προηγουμένων συμπατριωτών μας. Δεκάδες νέοι του χωριού βρέθηκαν στις πρώτες γραμμές του Αλβανικού μετώπου, αρκετοί δεν γύρισαν πίσω. Η Αλβανική γη τους κράτησε για πάντα κοντά της και η Ιστορία άνοιξε μια νέα σελίδα για να καταγράψει τα κατορθώματα τους. Τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και την Γερμανική κατοχή ακολούθησε ο αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος. Κι αυτός είχε τα θύματα του από το χωρίο μας. Ολόκληρες γενιές ανατράφηκαν και έζησαν μέσα στην ατμό-σφαιρα, αυτών των συνεχών πολεμικών επιχειρήσεων, εθνικών αντιστάσεων, αλλά και μεγάλων συμφορών, που αποτέλεσαν δε πεδίο δόξας για τους γενναίους Ρεντινιώτες αγωνιστές. Χάθηκαν πολλοί Ρεντινιώτες απλοί ήρωες, μεταξύ αυτών ο υπολοχαγός Κων. Γ. Κορομπίλης κατά την οπισθοχώρηση του 1922, υπασπιστής του αείμνηστου Μαύρου Καβαλάρη στρατηγού Νικ. Πλαστήρα και ο έφεδρος λοχίας Χρήστος Κωστούλα Κορομπίλης,
στην Μικρασιατική καταστροφή του 1922. 
Ένας μεγάλος πρόγονος μου
Ο λόγος το φέρνει να μιλήσω και γι’ αυτό, θέλω να γράψω την μυθιστορία ενός μακρινού προγόνου μου. Από έγγραφη αναφορά της 1ης Απριλίου του 1828, της επιστατοδημογεροντίας των Σαλώνων, που υπογράφουν ο Κωσταντής Καραμάνης και ο γραμματέας της επαρχίας Αναγνώστις Λατζαρής προκύπτει: Μεταξύ αυτών που εκλέγηκαν στο χωριό Καστριώτισσα, ως πληρεξούσιοι των επαρχιών Νέων Πατρών (Πατρατζίκι) για την Τρίτη Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων, ήταν και ο Αναγνώστις Κορομπίλι, από την Απάνω Χομίργιαννη. Ο Αναγνώστις Κορομπίλι είχε μέτριο ανάστημα. Το πρόσωπο του, στηριγμένο σ’ ένα κοντό λαιμό, ήταν πράος, αλλά γεμάτος ζωή και δραστηριότητα. Λιγομίλητος, μιλούσε με μελιχρότητα και πρόφερε τις λέξεις αργά και καθαρά. Έπαιρνε το λόγο πάντοτε τελευταίος και επιβαλλόταν με τη λογική διατύπωση της γνώμης του. Αργότερα ο Βαγγέλης Κοντογιάννης του εμπιστεύτηκε μια κλέ-φτικη ομάδα, η οποία όμως διαλύθηκε γρήγορα. Σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους συνελήφθη και αυτοί τον έκλεισαν μέσα σ’ ένα κατώι, αφού του έδεσαν με χαλκάδες τα πόδια, για να μην μπορεί να φύγει. Όμως η φυλακή δεν μπόρεσε να τον κρατήσει. Την νύχτα έβγαλε την πόρτα από τους ρεζέδες, κατόρθωσε να ελευθερώσει το ένα του πόδι και το πρωί έφτασε στην Σπερχιάδα, όπου σε κάποιο χαλκάδικο έκοψε τις αλυσίδες που έσερνε όλη τη νύχτα. Αυτό το γεγονός ήταν καθοριστικό για την μετέπειτα ζωή του, γιατί ήταν αδύνατο να επιστρέψει πάλι στο χωριό του. Βγήκε στο βουνό Κλέφτης, όχι με την σύγχρονη έννοια, αλλά της εποχής του, περιφερό- ταν δε στα βουνά γύρω από τα χωριά και ζούσε με μικροληστείες. Κατά την παράδοση, σε μια μάχη με τους Τούρκους έξω από το χωριό Πύργος Υπάτης, στην θέση που από τότε ονομάστηκε Κορομπίλη, καθώς έσκυψε να βοηθήσει ένα συμπολεμιστή του, που τελικά ήταν νεκρός, του έπεσε ο σκούφος. Το αποτέλεσμα ήταν βλέποντας πάνω στο νεκρό τον σκούφο του, να δηλώσουν εκείνο για νεκρό. Το νέο διαδόθηκε γρήγορα και έφτασε στο χωριό του και στους δικούς του, που του έκαναν μάλιστα και μνημόσυνο. Μετά από λίγο καιρό ο Αναγνώστις Κορομπίλι πήγε στο χωριό του, αφού ενημέρωσε τους δικούς του ότι είναι ζωντανός, συνάντησε τον Πρόεδρο του χωριού για να ζητήσει τρόφιμα. Τον ρώτησε «αν έχουν κάποιο συγχωριανό στο βουνό να πολεμάει τους Τούρκους». Ο Πρόεδρος που δεν τον γνώρισε μετά από τόσα χρόνια που έλειπε, εξ άλλου ήξερε πως έχει σκοτωθεί, απάντησε «είχαμε κάποτε και εμείς ένα χαμένο κορμί». «αν τον έβλεπες θα τον γνώριζες;» ξαναρώτησε ο Κορομπίλι και ο Πρόεδρος απάντησε «αμ, πως δεν θα τον γνώριζα». Και τότε ο Αναγνώστις Κορομπίλι του είπε, ότι είναι εκείνος. Όταν κατάλαβε ο Πρόεδρος, ότι είχε μπροστά του τον Κορομπίλι τα γόνατα του λυγάνε από τον ψυχοταραγμό, λέγεται ότι από τον φόβο του, έπαθε συγκοπή και πέθανε. Παρακλάδι (απόγονος) του Αναγνώστι Κορομπίλι καταστάλαξε ύστερα από χρόνια στην Ρεντίνα. Ήταν λεβέντης και καλός άνθρωπος, αλλά εκείνα τα χρόνια άμα δεν είχες κύκλο, συγγενείς και φίλους, δεν σε υπολόγιζαν οι άλλοι. Σιγά σιγά με τον καιρό τον αγάπησαν στο χωριό, αλλά και μερικοί τον στραβοκοίταζαν. Αφού πιάστηκε καλά και νοικοκυρεύτηκε, δημιουργήθηκε κατά παραφθορά το όνομα Κορομπίλης και το σόι το Κορομπιλέϊκο. 
Τα επεισόδια και το τέλος ενός ληστή 
Τα χρόνια εκείνα μεσουρανούσε, το φονικό και το φιλότιμο, η λεβεντιά και η προδοσία, το άγριο έγκλημα και ακόμη πιο πολύ η άγρια τιμωρία του. Οι ληστές παλιά, άλλος έβγαινε στα βουνά για πλιάτσικο, άλλος φυγόδικος και άλλος λιποτάκτης, με τις συχνές επιδρομές, τις αρπαγές, τις ζωοκλοπές και τις καταστροφές που προκαλούσαν έκαναν την ζωή των κατοίκων εφιαλτική. Βρίσκανε πολλές φορές βοήθεια από τους κτηνοτρόφους, οι οποίοι τους ειδοποιούσαν για τις κινήσεις των καταδιωκτικών αρχών και τους προμήθευαν τρόφιμα. Ο ληστής Γιαννίκας (Γιαννακός Παρούσης τ’ όνομα) υπήρξε ίσως, ένας από τους μεγαλύτερους σε φήμη ληστές της περιοχής Ρεντίνας, μετά τον Απόστολο Ρεντίνα και τον Νίκο Ρεντινιώτη. Την ληστρική του ζωή ξεκίνησε κάπως ανορθόδοξα, σε κάπως μεγάλη ηλικία βγήκε στο κλαρί, κλεφτάκος και λαθρέμπορος καπνού, κυνηγημένος έκανε καμιά βιοπραγία και ζούσε φυγόδικος στα βουνά. Αργότερα τον επικήρυξαν και διέπραξε αρκετές ληστείες. Ο ληστής Γιαννίκας πήγε κάποιο βράδυ στο καλύβι του Κώστα Μυγδάλη, αυτός μέσα στο σκοτάδι πήρε ένα τσεκούρι και τον χτύπησε, το τσεκούρι όμως εξοστρακίστηκε στο ανώφλι της πόρτας και τον τραυμάτισε σοβαρά στον ώμο. Στην συνέχεια μπήκε στο καλύβι και πήρε ένα γαζοκάντηλο για να δει αν τον σκότωσε και τότε ο Γιαννίκας που συνήλθε κάπως, με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει, αν και τραυματισμένος, σκότωσε τον Μυγδάλη. Σε λίγες μέρες τα αποσπάσματα τον καταζητούσαν και ο Γιαννίκας περιφερόταν στις γύρω περιοχές των χωριών και ζούσε με μικροληστείες. Θεωρήθηκε σαν ένας μεγάλος γυναικοκατακτητής της περιοχής. Κάποτε λέγεται πως απήγαγε ένα όμορφοκαμωμενο κορίτσι από καλή οικογένεια και ζητούσε λύτρα. Αργούσαν να του πάνε τα λεφτά ώσπου να τα μαζέψουνε, τελικά τα πήγαν και πήραν το κορίτσι. Αλλά σε λίγες ημέρες αυτό έφυγε και πήγε μοναχό του και τον βρήκε. Το τέλος του κάπως παράξενο, η ιστορία ρομαντική αλλά και δραματική, τον έχει αγαπήσει παράφορα μια λυγερή και αληθινά όμορφη κοπέλα από τους Μεξιάτες Φθιώτιδας και τον κάλεσε να επισκεφθεί τα αδέλφια της στο σπίτι να γνωριστούν. Ο Γιαννίκας πηγαίνει, ανεβαίνει στο σπίτι και κάθεται στην γωνιά του δωματίου για προφύλαξη όπως συνήθιζε, τα αδέλφια όμως της κοπέλας είχαν σκεπάσει με παλιό ύφασμα ένα λιανοτούφεκο στον διάδρομο του σπιτιού. Σε συνεννόηση τα αδέλφια με κάποιον γείτονα, αυτός τους φώναξε, βγήκαν στην αυλή να δούνε τι συμβαίνει και τότε ο ένας αδελφός πήρε το ντουφέκι και έριξε μια μπαταριά στον Γιαννίκα που σωριάστηκε χάμω, η αδελφή τους αμέσως πήρε το πιστόλι του Γιαννίκα και ήταν έτοιμη να τους ρίξει, όμως την πρόλαβε ο άλλος αδελφός της και την σκότωσε και αυτή, γιατί είχαν αντίρρηση στον δεσμό της αυτό. Αυτά άφησαν εποχή, κι όχι απλώς ένα καλό ή κακό όνομα. Το τραγικό γεγονός, η ζωή και η δράση του Γιαννίκα, όπως μας την διηγήθηκαν μοιάζει με ένα όμορφο παραμύθι, που ακόμα συγκινεί, μαγνητίζει την φαντασία και συναρπάζει. 
Μεγάλοι αγώνες-μεγάλες θυσίες 
Αναγκάζομαι εδώ να κάνω λίγο ιστορία ακροπατώντας στα κορυφαία γεγονότα του περασμένου αιώνα. Η Ρεντίνα είναι πάντα παρούσα σε όλους τους αγώνες του Έθνους και δίνει σε αυτούς τον ανθό των παλικαριών της. Ολοφάνερος ο δεσμός αυτού του λαού με το παρελθόν του, τη βεβαίωση της συνέχειας. Συνηθισμένα τα βουνά απ’ τα χιόνι. Έζησε κι αυτή τη μεγάλη συμφορά της Μικρασιατικής Καταστροφής, χόρτασε αργότερα την περηφάνια της Εθνικής Αντίστασης κατά των Ιταλών και Γερμανών και γεύτηκε τα δεινά του εμφυλίου πολέμου. Το 1919 η Ελλάδα αποφάσισε να εκστρατεύσει στην Μικρά Ασία, για ν’ απελευθερώσει την Ιωνία από τους Τούρκους. Όταν φάνηκαν στον κόλπο της Σμύρνης τα πλοία που ’φέρναν τον Ελληνικό στρατό, οι Σμυρνιοί υποδέχτηκαν τους φαντάρους με στεφάνια, ο ενθου-σιασμός τους δε και η χαρά τους ήταν μεγάλη και απερίγραπτη. Στάλθηκαν αρκετές δυνάμεις στο Αϊδίνι, επίσης στάλθηκαν και ισχυρές δυνάμεις στην Μαινεμένη και στην Μαγνησία. Στην αρχή ο Ελληνικός στρατός προχώρησε και άνοιξε ρήγμα και μπήκε στο Εσκί Σεχήρ και την Κιουτάχεια. Πέφτοντας το Εσκί Σεχήρ και η Κιουτάχεια οι Τούρκοι υποχώρησαν στον Σαγγάριο ποταμό. Έγιναν πολλές αιματηρές αλλά και απίστευτες μάχες του Ελληνικού στρατού κατά την εκστρατεία της Μικράς Ασίας στο Εσκί Σεχήρ, Μαγνησία, Τουρμπαλί, Μαινεμένη, Ουσάκ και Αφιόν Καραχισάρ. Αν και είχαν πολλές θυσίες οι Έλληνες πέρασαν τον Σαγγάριο. Ο θρυλικός Τμώλος βαρύς, κατάλευκος, χωμένος μέσ’ την κατάχνιά, εδώ κι από πενήντα χρόνια στην Τουρκική συνείδηση, παίζει τον ρόλο λημεριών της Τούρκικης κλεφτουριάς των βουνών Μπάζ Ντόζ. Ο Τσακιτζής, Αχμέτ Εφές, ο Καμάλης Εφές, από τις κορφές αυτές περιφρονούσαν χρόνια και χρόνια τους στρατούς του Σουλτάν Χαμήτ. Όταν οι Ελληνικές μεραρχίες απλώθηκαν στη γη της Ιωνίας, στις ψηλές κορφές του Τμώλου οργανώθηκε η Τούρκικη αντίσταση. Η κατάληψη του Τμώλου ήταν αγώνας σκαρφαλώματος μέτ’ εμποδίων, για το Ελληνικό εκστρατευτικό σώμα. Τμήματα της 13ης μεραρχίας υπό την αρχηγία του Κονδύλη, θα εξορμούσαν από τους όχτους του Πακτωλού και άλλα τμήματα της 2ης μεραρχίας καιη 2η μοίρα του ορειβατικού πυροβολικού, θα σκαρφάλωναν από το χώρο βορείως. Ακόμη ένα τάγμα πεζικού του 7ου συντάγματος υπό τον ταγματάρχη Γραβάνη, ενώθηκε με τους άνδρες του Κονδύλη και τάχτηκε υπό τις διαταγές του, για να βοηθήσει στην επιτυχία του σκοπού αυτού και ένα πρωινό του 1920, ο Τμώλος δέχτηκε τον καταιγισμό του Ελληνικού πυροβολικού και σε λίγο οι φαντάροι μας, αψηφώντας τα πυρά του εχθρού, σκαρφάλωσαν και πάτησαν στο θεριό βουνό και οι Τούρκοι πανικόβλητοι φεύγουν προς το εσωτερικό της χώρας τους. Οι Τούρκοι αντεπιτίθενται και ο συνταγματάρχης Πλαστήρας, με το προσωνυμία Μαύρος Καβαλάρης (Καραπιπέρ) όπως τον λέγανε οι Τούρκοι, διοικητής του 5/42 ευζώνων (σεϊτάν ασκέρ), αναλαμβάνει με τους τσολιάδες, να κατακτήσει τις οχυρωματικές θέσεις τους στο Μπίν Τεπέδες. Έπειτα ο Ελληνικός στρατός άρχισε την μεγάλη πορεία προς την ενδοχώρα της Μικρασίας. Τον Αύγουστο του 1921 ο Ελληνικός στρατός προελαύνοντας με σκοπό την Άγκυρα, φθάνει μέχρι τον ποταμό Σαγγάριο. Εκεί γίνεται μια φονική μάχη με βαριές απώλειες και η προέλαση ανακόπτεται για πάντα. Ο Κεμάλ άρχισε αντεπίθεση και ο Ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Στις 26 Αυγούστου 1922 εκδηλώνεται τουρκική επίθεση, στο Αφιόν Καραχισάρ. Αλλά παράδοξα, η 4η μεραρχία δεν επιτέθηκε στα Κεμαλικά στρατεύματα, που σίγουρα θα άλλαζαν την κατάσταση κι έτσι έσπασε το μέτωπο και άρχισε η κατάρρευση και η οπισθοχώρηση, όπου έπρεπε να βαδίσουν οι φαντάροι μας 420 χιλιό-μετρα πίσω. Από το ρήγμα που δημιουργήθηκε ξεχύθηκε προς την Σμύρνη ο τουρκικός στρατός. Σε ελάχιστο χρόνο ο Ελληνικός στρατός διαλύεται, ό,τι περισώζεται, οφείλεται στον ηρωισμό του συνταγματάρχη Νικόλαου Πλαστήρα. Αποτέλεσμα 13 χιλ. σκοτωμένοι, 15 χιλ. τραυματίες, 17 χιλ. αγνοούμενοι, εκτός από το 1,5 εκατ. Μικρασιατών αμάχων που έφθασαν πρόσφυγες στην κυρίως Ελλάδα, τον Σεπτέμβρη του 1922. Ο μοιραίος Ύπατος Αρμοστής Στεργιάδης μπαρκάρισε συνοδευόμενος από τις κατάρες, με το Αγγλικό θωρηκτό Σιδηρούς Δούκας, για να λουφάξει στην Γαλλία που ξεμπάρκαρε. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Σμύρνης, γονατίζει μπρος στην Αγία Τράπεζα, μουρμουρίζει τις προσευχές του κι αρχίζει η λειτουργία. Θα ’ναι η τελευταία του για την ιστορική εκκλησία της Αγίας Φωτεινής. Το μεσημέρι Τσέτες άτακτοι του αιμοβόρου Μπεχλεβάνη μπαίνουν στην Σμύρνη, κομμάτιασαν το κορμό του Μητροπολίτη και το ρίξανε να το φάνε τα σκυλιά. Ύστερα βάλανε φωτιά στην πόλη και άρχισε το μαρτύριο του Ελληνικού στοιχείου της Μικρασίας, η σφαγή και ο διωγμός. Η Σμύρνη κάπνιζε ολόκληρη, κατάντησε σωστό ερείπιο, παντού έβλεπες χαλάσματα, μισοκαμένα πτώματα, έβλεπες μισοπεθαμένους μέσ’ τα συντρίμμια. Οι εξαγριωμένοι Τσέτες χίμηξαν μεσ’ τα σπίτια και κάρφωναν, ξεκοίλιαζαν και παίρνανε κεφάλια όποιου λάχαιναν, λήστευαν, σκότωναν και απήγαγαν τις όμορφες γυναίκες και βίαζαν τις παρθένες. Η Μικρασιατική αυτή καταστροφή είναι η δεύτερη, μετά την πρώτη μεγαλύτερη της Πόλης. Μέσα σε λίγες ώρες η ωραία νύμφη της Ιωνίας, η Σμύρνη μετατράπηκε σε σωρούς ερειπίων, πλάι στους οποίους άφηνε για πάντα την τελευταία της πνοή η αιμορραγούσα «Μεγάλη Ιδέα». Αυτό το δραματικό τέλος είχε η ελληνική εκστρατεία για την απελευθέρωση του Μικρασιατικού Ελληνισμού, ο οποίος ξεριζώθηκε για πάντα από τις εθνικές εστίες, όπου είχε ζήσει και μεγαλουργήσει επί τρεις και πλέον χιλιετίες. Ο καιρός περνά και φθάνει στα σύγχρονα χρόνια. Έχει προηγηθεί ο τορπιλισμός και η βύθιση του καταδρομικού μας «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου, από το ιταλικό υποβρύχιο τον Αύγουστο, κι ένα πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940, οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο. Έτσι άρχισε η επίθεση στα Ελληνοαλβανική σύνορα της Πίνδου, στο Καλπάκι και η οποία αποκρούστηκε μετά τις ηρωικές στιγμές της ελληνικής άμυνας. Μετά την Ιταλική αποτυχία, ακολούθησε η Γερμανική εισβολή και η μαύρη και σκληρή κατοχή. Ο Λαός όμως αντιδρά, θέλει και απαιτεί αντίσταση. Τον Ιούνη του 1942 άρχισαν να φαίνονται οι πρώτοι αντιστασιακοί αντάρτες στην περιφέρεια και την Ρεντίνα, πρώτος που παρουσιάστηκε ήταν ο αντιστασιακός Νικ. Μπελής χασάπης από την Ομβριακή. Στην Λαμία σκότωσε τον συνέταιρο του ζωέμπορα, που του έφαγε κάποια λεπτά και βγήκε στο βουνό, εναντίων των Ιταλών. Μετά από λίγες μέρες ακούστηκε άλλο τμήμα στα Ρουμελιώτικα χωρία, ήταν το συγκρότημα του Άρη Βελουχιώτη. Ο κόσμος ανάστατος, άρχισε η Αντίσταση, παντού επικρατεί ενθουσιασμός και πατριωτικός παλμός. Σηκωμός μεγάλος, ο κόσμος τέτοια θέλει, ο Έλληνας ενθουσιάζεται εύκολα. Τα πατριωτικά τραγούδια και συνθήματα δίνουν και παίρνουν. Βράζει ο τόπος όλος, Αντιλαλούν οι λαγκαδιές και σειόνται τ’ Άγραφα, άπλωσε η αντίσταση. Τα πατριωτικά τραγούδια πολλά μεταξύ αυτών «Στ’ άρματα, στ’ άρματα. Μπρος στον αγώνα για την πανάκριβη τη λευτεριά». Άρχισε το γενικό ξεσήκωμα, τι μεγάλες ώρες ήτανε αυτές, για κείνους που τις έζησαν. Στο μεταξύ βγήκε κι ένα άλλο αντάρτικο στην Ήπειρο με αρχηγό τον Ναπολέοντα Ζέρβα. Κορυφαίο γεγονός της Εθνικής Αντίστασης είναι η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, από τις ενωμένες αντιστασιακές οργανώσεις. Τον Νοέμβρη του 1942, 90 αντάρτες του ΕΑΜ και 47 του ΕΔΕΣ και Εγγλέζοι κομάντος, σε συνεργασία ανατίναξαν την γέφυρα του Γοργοποτάμου. Η ανατίναξη της γέφυρας έδωσε το έναυσμα να φουντώσει το αντάρτικο στα βουνά της Ρούμελης και των Αγράφων και να ανυψώσει το ηθικό όλων των Ελλήνων. Μετά την επιτυχία της επιχείρησης αυτής, άλλος τράβηξε για την Ήπειρο κι άλλος για την Ρεντίνα. Ο Ζέρβας κίνησε για την Ήπειρο και ο Βελουχιώτης για την Ρεντίνα. Αργότερα άρχισε ο διχασμός και ο εμφύλιος αλληλοσπαραγμός. Το αποτέλεσμα για την Ρεντίνα, στην διάρκεια του 1941 έως το 1949 χάθηκαν 87 άνθρωποι, 87 σπίτια έκλαψαν. Στο Αλβανικό μέτωπο σκοτώθηκαν 5, στην Εθνική Αντίσταση άλλοι 5 και κατά τον εμφύλιο 77 χάσανε την ζωή τους. « Θεός σ’ χωρέσ’ τους», ας τους αναπαύσει ο Θεός, στα χώματα που τα πότισαν με το αίμα τους. Το γεγονός είναι ένα, ο κόσμος έφυγε από το χωριό, η τύχη μερικών ίσως άλλαξε, καθώς ασφαλώς άλλαξε και η δική μου. Πάρ’ όλα ταύτα παρακαλώ το Θεό τέτοιο κακό να μην ματαγίνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου