Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Η ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΜΑΣ


Στα πολύ παλιά χρόνια- η γενεαλογία μας

Στο κέντρο της χώρας των Ελλήνων ο κύκλος του χρόνου και των εποχών, σχημάτισε ένα πολυγωνικό χώρο την Θεσσαλία. Στο πολύγωνο τούτο χώρεσαν λαοί, πολιτισμοί, η ακμή και η παρακμή. Χώρε-σαν τα πάντα. Η Θεσσαλική γη, αυτή η ευλογημένη, καθώς ήταν από τις θεότητες της φύσης, φιλοξένησε θεούς, ημίθεους, γενάρχες, ήρωες και απλούς θνητούς, ενέπνευσε τους ωραιότερους μύθους και έγραψε τις δυνατότερες ιστορίες. Στην Θεσσαλία βρίσκονται ο Όλυμπος, ο τόπος που έγινε η Τιτανομαχία, η οποία κατέληξε στην επικράτηση του Δωδεκαθέου, ήταν δε οι κορυφές του κατοικία του Δία και των αρχαίων θεών, που διαφέντευαν τις μοίρες των αρχαίων Ελλήνων και η Πίνδος που στην αρχαιότητα θεωρείτο ιερό όρος, αφιερωμένο στον Απόλλωνα και σύμφωνα με την ιστορία, είναι η πρώτη κοιτίδα του Ελληνισμού. Το όνομα Πίνδος το πήρε από τον ομώνυμο ήρωα, γιο του Μακεδόνα, που είχε τρία παιδιά. Τα δύο από αυτά φθονούσαν τον αδελφό τους Πίνδο και αυτός προκειμένου να σώσει την ζωή του έφυγε στο βουνό. Ο Πίνδος στις ατέλειωτες περιπλανήσεις ζούσε με το κυνήγι, συνάντησε δε και γνωρίστηκε με ένα ανθρωπόμορφο δράκο τον Λύγγο και ζούσαν παρέα. Τα αδέλφια του όμως ανακάλυψαν τον τόπο πού έμενε και κάποτε που έλειπε ο δράκος, έφθασαν και κατόρθωσαν να τον εξοντώσουν. Ο δράκος θρήνησε τον Πίνδο και τον έθαψε στο βουνό αυτό. Η Θεσσαλία σαν περιοχή παρουσιάζει σημαντικό ιστορικό ενδιαφέρον και αιώνια ομορφιά. Έχει να επιδείξει μια ολόκληρη σειρά από φυλές και πολιτισμούς, που δημιουργήθηκαν και έζησαν σ’ αυτή. Θεωρείται λίκνο ακόμη των Ελληνικών φυλών και κατοικία των πρώτων Ελλήνων, όπου οι μοναδικές φυσικές ομορφιές της και οι αρχαιότητες, προσδίδουν στην Θεσσαλική γη αίγλη, ανάλογη της λαμπρής της ιστορίας. Κορμός της Ελλάδας η Θεσσαλία, με τα εύφορα εδάφη, τα ποτά-μια, τα δασωμένα βουνά και τις άφθονες πηγές, κατοικείται από τα πανάρχαια χρόνια. Κατά τους κλασικούς χρόνους η Θεσσαλία περιελάμβανε τέσσερες κύριες φυλετικές περιοχές (τετραρχίες), την Πελασγιώτιδα, την Θεσσαλιώτιδα, την Φθιώτιδα και την Εστιαιώτιδα. Στους πρώιμους δε ιστορικούς χρόνους οι κάτοικοι της Θεσσαλοί, ελληνικό φύλλο αρχικά εγκατεστημένο στην οροσειρά της Πίνδου. Πριν ακόμη από την εγκατάσταση αυτών προγενέστερα ελληνικά φύλλα Μινύες, Λαππιθείς, Μαγνήτες, Αχαιοί και Μαλλιείς κατοικούσαν την περιοχή. Πιο πριν ακόμη από την εγκατάσταση αυτών των ελληνικών φύλων, την περιοχή αυτή της Παλιάς Ελλάδας την κατοικούσαν άλλα προωτελληνικά φύλλα όπως, οι Δόλοπες, Αθαμάνες, οι Μυρμιδόνες και οι Φθίοι και κατά τον Θεσσαλικό μυθολογικό κύκλο, προ αυτών κατά τους προϊστορικούς χρόνους οι πανάρχαιοι Προέλληνες Πελασγοί, Λέλεγες και Κάρες. Η προέλευση του ονόματος Θεσσαλία συνδέεται με τον μυθικό ήρωα τον Θετταλό, γιο του Αίμονα. Κατά τους μυθικούς χρόνους άρχοντας της Θεσσαλίας μνημονεύεται ο Άδμητος, βασιλιάς των Φερρών, αυτού του Άδμητου ήταν τα βόδια που έβοσκε ο Απόλλων, προς τιμωρία για τον φόνο των Κυκλώπων. Από τον κήπο της υπέροχης Μυθολογίας που θέλησαν να μας αφήσουν, οι φίλοι και αληθινοί πρόγονοί μας οι Έλληνες, ένα μεγάλο κομμάτι της μυθολογίας και της ιστορίας αναφέρει με την έξοχη αφηγηματική του στην περίφημη «Θεογονία» ο Ησίοδος, ότι πριν από χιλιετίες οι Πελασγοί, κοινό όνομα όλων των προϊστορικών και προκατακλυσμιαίων Ελληνικών φύλων, ήταν ο πανάρχαιος και πρωτοελληνικός λαός, που εγκαταστάθηκε και πρωτοκατοίκησε εδώ στην Θεσσαλία και απετέλεσε την Προελληνική ή Πελασγική Ελλάδα. Ο γενάρχης Πελασγός γιος του Δία και της Νιόβης και πατέρας του Λυκάνοα, που οι γιοι του θυσίασαν μυστικά τον αδελφό τους Νύκτιμο και τον κομμάτιασαν για να τον φτιάξουν σούπα, την οποία και προσέφεραν στον Δία, που είχε μεταμορφωθεί σε φτωχό ταξιδιώτη. Ο Δίας όμως δεν εξαπατήθηκε και η οργή του για τον ξεπεσμό των ανθρώπων ήταν τόσο μεγάλη, επιστρέφοντας στον Όλυμπο αποφάσισε να στείλει ένα μεγάλο κατακλυσμό. Ο Προμηθέας που έμαθε τι σχεδιάζει ο Δίας, ειδοποίησε τον γιο του Δευκαλίωνα, για το τι επρόκειτο να συμβεί και τον συμβούλεψε να φτιάξει μια κιβωτό. Έτσι μετά τον μεγάλο κατακλυσμό στην γη, που έπνιξε τους ανθρώπους, σώθηκε μόνο ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα. Ο Προμηθέας ήταν γιος του Τιτάνα Ιαπετού που ζευγάρωσε με την ωραία Κλυμένη κόρη του Ωκεανού, από το σμίξιμο τούτο γέννησαν τους Τιτάνες, τον ατρόμητο Άτλαντα, τον υπερφίαλο Μενοίτιο, τον επινοητικό Προμηθέα και τον μπερδεμένο (που μαθαίνει εκ των υστέρων) Επιμηθέα. Όταν δε ο Δίας κυριάρχησε, τον Άτλαντα τον έβαλε στην Δύση να βαστά στους ώμους του τον ουρανό, τον Προμηθέα τον κάρφωσε στην Ανατολή και τον Μενοίτιο τον πέταξε με μια αστραπή στα τάρταρα της αβύσσου. Ο Προμηθέας θεωρείτο μεγάλος ευεργέτης του ανθρωπίνου γένους, γιατί έκλεψε την φωτιά από τους θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους. Για την κλοπή αυτή τιμωρήθηκε από τον Δία που έδωσε εντολή στον Ήφαιστο και τον κάρφωσε με αλυσίδες σε ένα βράχο του Καυκάσου, όπου ένας αετός ερχόταν κάθε μέρα και του έτρωγε το συκώτι, το οποίο όμως αναγεννιόταν. Τελικά τον Προμηθέα απελευθέρωσε από το μαρτύριο του ο ημίθεος Ηρακλής. Ο Δευκαλίων έγινε βασιλιάς της Φθίας, μιας περιοχής στην Θεσσαλία και είχε γυναίκα του την Πύρρα κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας, με την οποία απέκτησε τα παιδιά, τον Έλληνα, τον Αμφικτύωνα, την Πρωτογένεια, την Μελανθώ, την Θυία και την Πανδώρα. Η Πανδώρα η μητέρα της Πύρρας κατά την Ελληνική μυθολογία, ήταν η πρώτη γυναίκα που έπλασαν οι θεοί και την προίκισαν με δώρα. Η Αφροδίτη της χάρισε ομορφιά, ο Ερμής γοητεία και οι άλλοι άλλα χαρίσματα, της έδωσαν δε για σύζυγο της τον Επιμηθέα, τον απλοϊκό αδελφό τού Προμηθέα, που είχε κλέψει τη φωτιά από το Όλυμπο για χάρη των ανθρώπων. Ο Προμηθέας προβλέποντας την εκδίκηση των Θεών, συνέστησε στον αδελφό του να μην δεχτεί τα δώρα τους. Την ημέρα του γάμου του Επιμηθέα και της Πανδώρας, ο Δίας χάρισε στο νέο ζευγάρι ένα πανέμορφο κουτί με σφραγισμένο άνοιγμα και με την εντολή να μην το ανοίξουν ποτέ. Η Πανδώρα, αν και ήταν προικισμένη με όλα τα χαρίσματα, πίστεψε ότι μέσα στο κουτί, υπήρχαν δυνάμεις εξ ίσου με την φωτιά και το άνοιξε για να τις γνωρίσει. Οι δυνάμεις που πίστευε ότι βρισκόταν κλεισμένες μέσα στο κουτί αποδείχτηκαν καταστροφικές, αφού αρρώστιες και συμφορές ξεπήδησαν από μέσα και σκορπίστηκαν ανάμεσα στους ανθρώπους, έτσι η φιλοδοξία και η περιέργεια της Πανδώρας, οδήγησε στην τραγωδία του ανθρωπίνου γένους και μόνο η ελπίδα απόμεινε ως αντιστάθμισμα μέσα από το κουτί. Κατά τον μύθο μετά τον κατακλυσμό, ρουθούνι ζωντανό δεν απόμεινε από το ανθρώπινο γένος με κείνη τη νεροποντή. Να κάτσει η Πύρρα να ξαναγεννήσει μια ολόκληρη ανθρωπότητα, πολύ πήγαινε. Ρώτησαν λοιπόν ο Δευκαλίων και η Πύρρα τον Δία, πως θα γίνει να ξαναγοράσει ο κόσμος από ανθρώπινα πλάσματα. Αυτός τους απάντησε μ’ έναν γρίφο: «Να ρίξετε, είπε, πίσω σας τα κόκαλα της μάνας σας». Οι αρχαίοι θεοί κάθε φορά που θέλανε να μιλήσουν με τους ανθρώπους, όλο με τέτοια παραμαντέματα τους παιδεύανε. Αυτοί, μάθανε πια τούτη την ιδιοτροπία των θεών και συνηθίσανε. Κοίταξαν χάμω τις πέτρες, συλλογίστηκαν πως η Γη είναι η μάνα των ανθρώπων και οι πέτρες τα κόκαλα τους. Γιόμισαν λοιπόν την ποδιά τους λιθάρια και τα ρίχνανε πίσω από την πλάτη τους. Θάμα! όσες πέτρες έριχνε ο Δευκαλίων γινόταν άντρες και εκείνες που έριχνε η Πύρρα γινόταν γυναίκες. Έτσι έγινε ένας νέος λαός, άσχετος με τους καθαυτό απογόνους του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Από τον Έλληνα γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, κατά την μυθολογία δημιουργήθηκε η Ελληνική φυλή, αυτός απέκτησε με την νύμφη Ορσηίδα τρεις γιους, τον Αίολο, τον Δώρο και τον Ξούθο τους πρώτους γενάρχες των Ελλήνων. Ο Αίολος βασίλεψε στην Θεσσαλία και οι κάτοικοι της ονομάστηκαν Αιολείς, ο Δώρος βασίλεψε στις περιοχές ανατολικά του Παρνασσού και οι κάτοικοι ονομάστηκαν Δωριείς και ο Ξούθος βασίλεψε στην Πελοπόννησο, έκανε δε δύο γιους τον Αχαιό και τον Ίωνα από τους οποίους οι Αχαιοί και οι Ίωνες πήραν το όνομα τους. Στα επόμενα ιστορικά χρόνια ο μύθος και η ιστορία γίνονται ένα και η μυθολογία αυτή, γίνεται πραγματικό ιστορικό παραμύθι που συνεχίζεται.

ΝΑΚΟΣ ΡΕΝΤΙΝΙΩΤΗΣ


Το θρυλικό πρόσωπο του Νάκου Ρεντινιώτη ή (Μπλαρόγγιαννου) Λέγεται χωρίς να είναι απόλυτα τεκμηριωμένο, ότι γενάρχης της Ρεντίνας, ήταν κάποιος που έφερε το όνομα Ρεντίνας. Πιθανόν να ήταν τσοπάνης και το καλοκαίρι ν’ ανέβαινε με το κοπάδι του στον ορεινό αυτό τόπο και τον βρήκε κατάλληλο να καθίσει οριστικά. Πιθανόν επίσης να ήρθε στα μαχαίρια με κάποιους στα ριζά του κάμπου και για να σώσει το τομάρι του, αναγκάστηκε να φύγει και να έρθει εδώ πάνω σε μικρότερο μέρος, όπου και εγκαταστάθηκε. Όπως και να ’χει το θέμα αυτό, αυτός υπήρξε πρόγονος της θρυλικής προσωπικότητας, φημισμένης για το θάρρος και την παλικαριά, του Νάκου Ρεντινιώτη ή (Μπλαρόγιαννου). Ο Νάκος Ρεντινιώτης απέκτησε το παρανόμι Μπλαρόγιαννος, γιατί στα νεανικά του χρόνια κατέβηκε στον κάμπο, μπροστά και έξω από την Καρδίτσα, στο τσιφλίκι του Οσμάνμπεη που βρισκόταν κοντά στο παλιό τσιφλίκι του Βάργια, όπου έκλεψε δυο καλοζωισμένα μουλάρια και τα οδήγησε στα ορεινά γνωστά του κατατόπια της Ρεντίνας. Είχε καθώς το μολογούσαν λεβεντιά και θάρρος περίσσιο ο Νάκος Ρεντινιώτης και ήταν ευχάριστος στην συμπεριφορά του και γεμάτος καλοσύνη στα ζωντανά του, αφού τον ακολουθούσε πάντα – σαν πιστό σκυλί – ένα μανάρι του (μικρό αρνάκι), που τον αγαπούσε πολύ. Στα μετέπειτα χρόνια, κάποτε του επιτέθηκε ένα βόδι και ήταν έτοιμο να τον ξεκοιλιάσει, όμως ήταν τέτοιο παλικάρι ο Νάκος που το έπιασε με τα χέρια του από τα κέρατα, το ’βαλε κάτω και σφίγγοντας το στο λαιμό με δύναμη υπερβολική κατάφερε να το πνίξει. Ένα ακόμη γλαφυρό επεισόδιο από την πολυτάραχη ζωή του είναι, όταν κάποια φορά που τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι γιατί ξεσήκωνε τους Ρεντινιώτες εναντίων τους και αυτοί μανιασμένοι θέλανε να τον ξεκάνουν Καθώς λοιπόν οι Τούρκοι καθοδηγούμενοι από τα αποτυπώματα του αλόγου του πάνω στο χιόνι, ξεκίνησαν να τον πετύχουν στο καλύβι του στην Τσάτσα για να τον συλλάβουν, όμως ο πανούργος Νάκος είχε βάλει τα πέταλα του αλόγου του ανάποδα και φαινόταν ότι πήγαινε προς την Τσάτσα, ενώ αυτός ερχόταν από την Τσάτσα στην Ρεντίνα, έτσι ξεγέλασε λοιπόν τους Τουρκαλάδες και για μια άλλη φορά έσωσε το κεφάλι του. Το πιο σημαντικό γεγονός όμως για αυτόν και για άλλους Ρεντινιώτες που είχαν κτήματα στην Τσάτσα, ήταν όταν οι κάτοικοι γειτονικών χωριών καταπάτησαν τα εύφορα κτήματα τους. Τότε ο Νάκος Ρεντινιώτης κατέδειξε το πιο αξιοθαύμαστο στοιχείο του θάρρους και της παλικαριάς του. Αφού κρέμασε την κάπα του στον στροερό ενός αλωνιού, γύρισε και είπε με δυνατή φωνή στους καταπατητές. «Αύριο που θα ’ρθω να πάρω την κάπα μου να μην βρω κανέναν σας εδώ». Τ’ άκουσαν σιωπηλά με σκυμμένο κεφάλι οι ξενοχωρίτες και πράγματι ο φόβος και ο τρόμος έπιασε τόπο και οι καταπατητές, τα μάζεψαν και έφυγαν εγκαταλείποντας αυτό το εγχείρημα τους.

ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΧΩΡΙΟΥΔΑΚΙ ΜΟΥ


ΧΩΡΙO ΜΟΥ XΩΡΙΟΥΔAΚΙ ΜΟΥ Χωριό μου χωριουδάκι μου….Η Ρεντίνα το πανέμορφο παραδοσιακό χωριό που το φθινόπωρο τα φύλλα πέφτουν και τα δέντρα μένουν γυμνά, έτσι ένα ένα σβήνουν τα φώτα στα σπίτια νωρίς, τα καλντερίμια μένουν βουβά και τα τραπέζια και οι καρέκλες μαζεύτηκαν από την πλατεία, οι δρόμοι αδειάζουν καθώς δεν ακούγονται και οι φωνές των παιδιών.Στο κέντρο συνάντησης του χωριού έχει μείνει ο απόηχος των καλοκαιρινών γεγονότων, πεσμένα φύλα και μερικές γάτες και σκύλοι να περιφέρονται. Με τα πρώτα βήματα της άνοιξης σαν τον κύκλο που ολοκληρώνεται ξανά αρχίζουν τα δέντρα να καλύπτουν την γύμνια τους καθώς τα άνθη ξεπετάγονται, τα φώτα στα σπίτια ένα ένα ανάβουν, τα τραπέζια στην πλατεία ξαναπαίρνουν την θέση τους, και το χωριό σιγά σιγα αρχίζει να βγαίνει από την χειμερία νάρκη και να παίρνει την μορφή που οι περισσότεροι έχουμε ζήσει από παιδιά χωριό μας είναι ένα μέρος μοναδικό που θα ανήκει πάντα στο πιο ζεστό κομμάτι της καρδιάς μας από όσους άλλους τόπους έχουμε επισκεφθεί. Είναι λίγο δύσκολο να περιγραφούν με λέξεις οι εικόνες που σχηματίσαμε στο μυαλό μας από τα παιδικά μας χρόνια. Στο κέντρο συνάντησης του χωριού έχει μείνει ο απόηχος των καλοκαιρινών γεγονότων, πεσμένα φύλα και μερικές γάτες και σκύλοι να περιφέρονται. Με τα πρώτα βήματα της άνοιξης σαν τον κύκλο που ολοκληρώνεται ξανά αρχίζουν τα δέντρα να καλύπτουν την γύμνια τους καθώς τα άνθη ξεπετάγονται, τα φώτα στα σπίτια ένα ένα ανάβουν, τα τραπέζια στην πλατεία ξαναπαίρνουν την θέση τους, και το χωριό σιγά σιγα αρχίζει να βγαίνει από την χειμερία νάρκη και να παίρνει την μορφή που οι περισσότεροι έχουμε ζήσει άπα παιδιά χωριό μας είναι ένα μέρος μοναδικό που θα ανήκει πάντα στο πιο ζεστό κομμάτι της καρδιάς μας από όσους άλλους τόπους έχουμε επισκεφθεί. Είναι λίγο δύσκολο να περιγραφούν με λέξεις οι εικόνες που σχηματίσαμε στο μυαλό μας από τα παιδικά μας χρόνια. Παραστάσεις που έχουμε φυλαγμένες στα κατάβαθα της ψυχής μας για πάντα.