Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Η ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΜΟΥ-Η ιστορία ενός μακρινού προγόνου μου...

Θέλω να μιλήσω για το από που κρατάει η σκούφια μου, να γράψω για την μυθιστορία ενός μακρινού προγόνου μου. Μετά λοιπόν από επίπονη και επίμονη έρευνα και ανατρέχοντας σε διάφορες ιστορικές πηγές, ανακάλυψα. Από έγγραφη αναφορά της 1ης Απριλίου του 1828, της επιστατοδημογεροντίας των Σαλώνων, που υπογράφουν ο Κωσταντής Καραμάνης και ο γραμματέας της επαρχίας Αναγνώστις Λατζαρής προκύπτει: Μεταξύ αυτών που εκλέγηκαν στο χωριό Καστριώτισσα, ως πληρεξούσιοι των επαρχιών Νέων Πατρών (Πατρατζίκι) για την Τρίτη Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων, ήταν και ο Αναγνώστις Κορομπίλι, από την Απάνω Χομίργιανη. Ο Αναγνώστις Κορομπίλι είχε μέτριο ανάστημα. Το πρόσωπο του, στηριγμένο σ’ ένα κοντό λαιμό, ήταν πράος, αλλά γεμάτος ζωή και δραστηριότητα. Λιγομίλητος, μιλούσε με μελιχρότητα και πρόφερε τις λέξεις αργά και καθαρά. Έπαιρνε το λόγο πάντοτε τελευταίος και επιβαλλόταν με τη λογική διατύπωση της γνώμης του. Αργότερα ο Βαγγέλης Κοντογιάννης του εμπιστεύτηκε μια κλέφτικη ομάδα, η οποία όμως διαλύθηκε γρήγορα. Σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους συνελήφθη και αυτοί τον έκλεισαν μέσα σ’ ένα κατώι, αφού του έδεσαν με χαλκάδες τα πόδια, για να μην μπορεί να φύγει. Όμως η φυλακή δεν μπόρεσε να τον κρατήσει. Την νύχτα έβγαλε την πόρτα από τους ρεζέδες, κατόρθωσε να ελευθερώσει το ένα του πόδι και το πρωί έφτασε στην Σπερχιάδα, όπου σε κάποιο χαλκάδικο έκοψε τις αλυσίδες που έσερνε όλη τη νύχτα. Αυτό το γεγονός ήταν καθοριστικό για την μετέπειτα ζωή του, γιατί ήταν αδύνατο να επιστρέψει πάλι στο χωριό του. Βγήκε στο βουνό Κλέφτης, όχι με την σύγχρονη έννοια, αλλά της εποχής του, περιφερόταν δε στα βουνά γύρω από τα χωριά και ζούσε με μικροληστείες. Κατά την παράδοση, σε μια μάχη με τους Τούρκους έξω από το χωριό Πύργος Υπάτης, στην θέση που από τότε ονομάστηκε Κορομπίλη, καθώς έσκυψε να βοηθήσει ένα συμπολεμιστή του, που τελικά ήταν νεκρός, του έπεσε ο σκούφος. Το αποτέλεσμα ήταν βλέποντας πάνω στο νεκρό τον σκούφο του, να δηλώσουν εκείνο για νεκρό. Το νέο διαδόθηκε γρήγορα και έφτασε στο χωριό του και στους δικούς του, που του έκαναν μάλιστα και μνημόσυνο. Μετά από λίγο καιρό ο Αναγνώστις Κορομπίλι πήγε στο χωριό του, αφού ενημέρωσε τους δικούς του ότι είναι ζωντανός, συνάντησε τον Πρόεδρο του χωριού για να ζητήσει τρόφιμα. Τον ρώτησε «αν έχουν κάποιο συγχωριανό στο βουνό να πολεμάει τους Τούρκους». Ο Πρόεδρος που δεν τον γνώρισε μετά από τόσα χρόνια που έλειπε, εξ άλλου ήξερε πως έχει σκοτωθεί, απάντησε «είχαμε κάποτε και εμείς ένα χαμένο κορμί». «αν τον έβλεπες θα τον γνώριζες;» ξαναρώτησε ο Κορομπίλι και ο Πρόεδρος απάντησε «αμ, πως δεν θα τον γνώριζα». Και τότε ο Αναγνώστις Κορομπίλι του είπε, ότι είναι εκείνος. Όταν κατάλαβε ο Πρόεδρος, ότι είχε μπροστά του τον Κορομπίλι τα γόνατα του λυγάνε από τον ψυχοταραγμό, λέγεται ότι από τον φόβο του, έπαθε συγκοπή και πέθανε. Παρακλάδι (απόγονος) του Αναγνώστι Κορομπίλι καταστάλαξε ύστερα από χρόνια στην Ρεντίνα. Ήταν λεβέντης και καλός άνθρωπος, αλλά εκείνα τα χρόνια άμα δεν είχες κύκλο, συγγενείς και φίλους, δεν σε υπολόγιζαν οι άλλοι. Σιγά σιγά με τον καιρό τον αγάπησαν στο χωριό, αλλά και μερικοί τον στραβοκοίταζαν. Αφού πιάστηκε καλά και νοικοκυρεύτηκε, δημιουργήθηκε κατά παραφθορά το όνομα Κορομπίλης και το σόι το Κορομπιλέϊκο. Τώρα θα πω ακόμη αντί μνημοσύνου δυο λόγια για τους παππούδες μου: Ο παππούς μου ο Κωνσταντής έζησε στην Ρεντίνα, μέσα όμως στο μαύρισμα της χαμοζωής του, μόλις άνοιξε η στράτα της Αμερικής τράβηξε τον δρόμο της. Έτσι φθάνοντας στην Νέα Υόρκη αποβιβάζεται στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους μετέφερε στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι». Όμως οι δυσκολίες προσαρμογής και οι σκληρές συνθήκες εργασίας κάνουν τον παππού μου σύντομα να γυρίσει πίσω. Όπως έλεγε η γιαγιά μου, -το άλλο γλυκό πρόσωπο των μικρών μου χρόνων- ήτανε φτωχός, τίμιος, φιλότιμος και εργατικός με αρχοντοκαμωσιά, ψηλόλιγνος καθώς ήταν και σγουρόμαλλης, με βαθιά καστανά μάτια και στρωτά γερά δόντια, δούλευε δεκάξι με δεκαοκτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει και σιγοτραγουδούσε το σούρουπο καθώς γύριζε από τα χωράφια, για να εκφράσει την χαρά και τον πόνο του. Η τσάπα γινόταν υπάκουη στα χέρια του και τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσαν συνάμα, γιατί τα φρόντιζε. Ακούω ακόμη στο βάθος των παιδικών αναμνήσεων την φωνή της γιαγιάς να μου διηγείται, για την λιγοστή ζωή του. Τα χρόνια ήτανε δύσκολα. Για να καταφέρει να αλλάξει την ζωή του, ταξίδευσε μερόνυχτα και κάποτε φθάνει στην Αμερική, κουβαλώντας μέσα του με τρυφερότητα και περηφάνια όλη του την ξενιτιά. Τράβηξε για το άγνωστο με τις τσέπες γεμάτες όνειρα, το χρυσάφι των φτωχών. Μετά από λίγα χρόνια ξαναπήρε τον δρόμο της επιστροφής, γιατί τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα. Η ζωή θέλει πόρεψη. Η φτώχια δεν υποφέρεται έτσι μπήκε σε καινούργιο αυλάκι η ζωή του. Ο άνθρωπος είναι θεριό για να τα βγάλει πέρα, έπρεπε επειγόντως να βρει μια λύση, ξανάφυγε να δουλέψει στην κάψα του καλοκαιριού σε καμίνι καυσόξυλων στην Καϊτσα. Σαν τσεκουριά ήλθε η αρρώστια της ελονοσίας και το ’ρίξε κείνο το γερό κορμί, που μέχρι τότε δεν ήξερε τι θα πει πονοκέφαλος, αρρώστια δεν το έπιανε, δεν είχε ούτε σάπιο δόντι, ούτε άσπρη τρίχα. Και μια μέρα σαν μαύρο πουλί και σαν αστραπή έφθασε το μαντάτο του θανάτου του και σκέπασε τον ήλιο στην γιαγιά μου, πόνεσε πολύ αυτή και τα πέντε ορφανά παιδιά της. Τα χρόνια όπως συνήθως ήτανε βιαστικά και τότε, η μοίρα των ανθρώπων δεν είναι ορισμένη πάντα για τη συνέχεια. Ο άλλος μου παππούς ο Σπύρος Κατσαντώνης, έφυγε και αυτός πολύ νωρίς από τούτο δω τον κόσμο, έτσι ήταν το θέλημα του μεγάλου αφέντη του Χάρου. Ήταν ένας άνθρωπος με πολύ επιβλητικό παράστημα μέσα στο χωριό, λεβεντάνθρωπος ως απάνω αψηλός, ομορφοκαμωμένος, κορμί ολόστητο και στέρνο πλατύ, πρόσωπο αδρό, με μάτια κατάμαυρα, σκληρά και έξυπνα, στοργικός, καλός νοικοκύρης, με φιλοπατρία και πίστη, κοντινός απόγονος των Κατσαντωναίων. Σωστός άρχοντας με προκοπή περίσσια, αυγάτισε την περιουσία του, μ’ επιδέξιους χειρισμούς και όχι πάντοτε με πολύ τίμια μέσα, πολλά καλά άκουσα για αυτόν, από τα χείλη της μάνας μου και πολλών άλλων. Αυτοί είναι οι στενοί μου πρόγονοι, που αντλώ την ήρεμη και αγέρωχη περηφάνια, που μου επιτρέπει ακόμη να παραμένω ελεύθερος και άξιος

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

Το Αμερικάνικο όνειρο!

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ ΠΗΓΕ ΣΤΗΝ ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ 

Η  φτώχια σε συνδυασμό με το αμερικανικό όνειρο, οδήγησε πολλούς Έλληνες στην Αμερική, στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι Ρεντινιώτες παρά τον φόβο για το μακρινό άγνωστο όπως ήταν η Αμερική, βλέποντας τις ανάγκες της οικογένειας το πήραν απόφαση, να πάνε Αμερική. Το ταξίδι το πέρα από τα βουνά που ζώνουν την Ρεντίνα άρχισε επίσης με τον καιρό να γίνεται ανάγκη και πάθος. Ταξίδευαν οι Ρεντινιώτες παντού ή ξεκινούσαν για τον μεγάλο κόσμο γυρεύοντας προκοπή και καλοτυχιά. Άλλοι φτάνανε στα ελάχιστα, άλλοι στα μέγιστα, πρόκοψαν περίτρανα. Οι Ρεντινιώτες ξενιτεύτηκαν σε τόπους μακρινούς και αναζήτησαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για να βοηθήσουν και τους δικούς τους στην ιδιαίτερη πατρίδα. Ο δεσμός των Ρεντινιωτών με την Πόλη και τις παραδουνάβιες χώρες της Μολδοβλαχίας, έχει βάθος χρόνου. Οι συγχωριανοί μας σταμάτησαν να πηγαίνουν στην Πόλη μόλις στις αρχές του προπερασμένου αιώνα, για λόγους βέβαια, που προέκυψαν ύστερα από την νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Βαλκανική Χερσόνησο, από την μια μεριά και από την άλλη. Αργότερα τους ελκύει περισσότερο η σιγουριά και η γοητεία της Αμερικής. Με τον ξενιτεμό των πιο άξιων παιδιών της. Η ξενιτιά έγινε μοίρα και καημός στην Ρεντίνα, έγινε τραγούδι: «Ήρθε καιρός να φύγουμε κι ώρα για να πάμε, το πως να πω το έχε γεια, το πως να πω θα φύγω». Όμως γύριζαν πάλι στον τόπο τους, σαν έφτιαχναν ένα μικρό κομπόδεμα, είχαν τους δικούς τους και τον τόπο που τους περίμενε. Στον καιρό του ξενιτεμού τα κορίτσια και οι αρραβωνιασμένες καρτέραγαν και τραγούδαγαν: Παρθένα Παναγία μας δείξε τα θάματα σου, φέρτονε κοντά μου γρήγορα, να στείλω τα μαντλώματα, για να κινήσ’ ο γάμος και Κυριακή ξημέρωμα, νύφη να με στολίσουν και να με πάν στην εκκλησιά, μαζί με τον καλό μου, να γίνει το στεφάνωμα στον Αϊ Νικόλα μέσα. Γύριζαν οι περισσότεροι χωριανοί από τον μισεμό κι έχτιζαν ωραία δίπατα σπίτια και ακουμπούσαν εκεί τις ελπίδες τους. Κι έπειτα «έφευγαν» ήσυχοι για ό,τι έκαναν… Οι Ρεντινιώτες που τον περασμένο αιώνα πήγαν στην Αμερική άλλοι πρόκοψαν και άλλοι γύρισαν άπραγοι. Όσοι πρόκοψαν γυρνώντας στην Ρεντίνα έχτισαν επιβλητικά σπίτια, τα γνωστά «αμερικάνικα». Τα αξιόλογα αυτά πανέμορφα παλιά πέτρινα αρχοντικά είναι δείγμα της αρχιτεκτονικής που επικρατούσε εκείνη την εποχή, διαθέτουν δύο ορόφους με πολλά δωμάτια και αξιόλογο εσωτερικό και εξωτερικό διάκοσμο, με μεγάλα μπαλκόνια και αυλόπορτες παλιάς αρχοντιάς και παράδοσης. Αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της οικονομικής και πνευματικής παλιάς ακμής του τόπου. Τα κυριότερα παλιά αρχοντικά που διατηρούνται είναι του Γκούτα, του Ρήγα, του Χαράλ. Κουτή, του Πέτρου Μούτου και του Αναγνωστόπουλου. Γλαφυρό είναι το παρακάτω επεισόδιο που διαδραματίστηκε μεταξύ του συγχωριανού μας Αμερικάνου και του άλλου συγχωριανού μας, όπως το μολογούσαν οι παλαιότεροι. Ο κυρ’ Νικολάκης Καμάρας, επισκεπτόταν συχνά τον συγχωριανό Αμερικάνο γέρο Ρήγα στο σπίτι του. -«Μπάρμπα θέλω δανεικά ένα χιλιάρικο και θα στο φέρω» -«Πάνω στο τζάκι είναι παιδ’ μου, πάρτο» Αυτό έγινε κάμποσες φορές. Το έπαιρνε το χιλιάρικο και το επέστρεφε. Κάποια φορά δεν το επέστρεψε και πήγε για «φρέσκο» -«Μπάρμπα θέλω δανεικά ένα χιλιάρικο» -«Πάνω στο τζάκι είναι παιδάκ’ μου, πάρτο» -«Δεν είναι;» -«Το ’φερες για να ’ναι; Ανάμεσα σε αυτούς που Μετανάστευσαν από την Ρεντίνα για την Αμερική είναι και τα αδέλφια Γιάννος και Κωσταντής Κορομπίλης, που μέσα στο μαύρισμα της χαμοζωής τους, μόλις άνοιξε η στράτα της Αμερικής τραβηξαν τον δρόμο της. Έτσι φθάνοντας στην Νέα Υόρκη αποβιβάζονται στις βάρκες της Υπηρεσίας Άλλοδαπών που τους μετέφερε στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι».Ο παππούς έφτασε στην Αμερική ανειδίκευτος όπως όλοι και βρήκε δουλειά στους σιδηροδρομικές γραμμές. ‘Ίσως επειδή κατασκεύαζαν τότε τις γραμμές του σιδηροδρόμου, εύρισκες δουλειά με το που πήγαινες αμέσως .Όμως οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες κρύο πολύ και αβάσταχτο. Οι δυσκολίες προσαρμογής και οι σκληρές συνθήκες εργασίας κάνουν τον παππού μου σύντομα να γυρίσει πίσω, ενώ ο αδελφός του Γιάννος τράβηξε για το Μεξικό. Και τώρα αντί μνημόσυνου δύο λόγια για τους παππούδες μου: Ο παππούς μου Κωσταντής, όπως έλεγε η γιαγιά μου, -το άλλο γλυκό πρόσωπο των μικρών μου χρόνων- ήτανε φτωχός, τίμιος, φιλότιμος και εργατικός με αρχοντοκαμωσιά, ψηλόλιγνος καθώς ήταν και σγουρόμαλλης, με βαθιά καστανά μάτια και στρωτά γερά δόντια, δούλευε δεκάξι με δεκαοκτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει και σιγοτραγουδούσε το σούρουπο καθώς γύριζε από τα χωράφια, για να εκφράσει την χαρά και τον πόνο του. Η τσάπα γινόταν υπάκουη στα χέρια του και τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσαν συνάμα, γιατί τα φρόντιζε. Ακούω ακόμη στο βάθος των παιδικών αναμνήσεων την φωνή της γιαγιάς να μου διηγείται, για την λιγοστή ζωή του. Τα χρόνια ήτανε δύσκολα. Για να καταφέρει να αλλάξει την ζωή του, ταξίδευσε μερόνυχτα και κάποτε φθάνει στην Αμερική, κουβαλώντας μέσα του με τρυφερότητα και περηφάνια όλη του την ξενιτιά. Τράβηξε για το άγνωστο με τις τσέπες γεμάτες όνειρα, το χρυσάφι των φτωχών. Μετά από λίγα χρόνια ξαναπήρε τον δρόμο της επιστροφής, γιατί τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα. Η ζωή θέλει πόρεψη. Η φτώχια δεν υποφέρεται έτσι μπήκε σε καινούργιο αυλάκι η ζωή του. Ο άνθρωπος είναι θεριό για να τα βγάλει πέρα, έπρεπε επειγόντως να βρει μια λύση, ξανάφυγε να δουλέψει στην κάψα του καλοκαιριού σε καμίνι καυσόξυλων στην Καϊτσα. Σαν τσεκουριά ήλθε η αρρώστια της ελονοσίας και το ’ρίξε κείνο το γερό κορμί, που μέχρι τότε δεν ήξερε τι θα πει πονοκέφαλος, αρρώστια δεν το έπιανε, δεν είχε ούτε σάπιο δόντι, ούτε άσπρη τρίχα. Και μια μέρα σαν μαύρο πουλί και σαν αστραπή έφθασε το μαντάτο του θανάτου του και σκέπασε τον ήλιο στην γιαγιά μου, πόνεσε πολύ αυτή και τα πέντε ορφανά παιδιά της. Τα χρόνια όπως συνήθως ήτανε βιαστικά και τότε, η μοίρα των ανθρώπων δεν είναι ορισμένη πάντα για τη συνέχεια. Ο άλλος μου παππούς ο Σπύρος Κατσαντώνης, έφυγε και αυτός πολύ νωρίς από τούτο δω τον κόσμο, έτσι ήταν το θέλημα του μεγάλου αφέντη του Χάρου. Ήταν ένας άνθρωπος με πολύ επιβλητικό παράστημα μέσα στο χωριό, λεβεντάνθρωπος ως απάνω αψηλός, ομορφοκαμωμένος, κορμί ολόστητο και στέρνο πλατύ, πρόσωπο αδρό, με μάτια κατάμαυρα, σκληρά και έξυπνα, στοργικός, καλός νοικοκύρης, με φιλοπατρία και πίστη, κοντινός απόγονος των Κατσαντωναίων. Σωστός άρχοντας με προκοπή περίσσια, αυγάτισε την περιουσία του, μ’ επιδέξιους χειρισμούς και όχι πάντοτε με πολύ τίμια μέσα, πολλά καλά άκουσα για αυτόν, από τα χείλη της μάνας μου και πολλών άλλων. Αυτοί είναι οι στενοί μου πρόγονοι, που αντλώ την ήρεμη και αγέρωχη περηφάνια, που μου επιτρέπει ακόμη να παραμένω ελεύθερος και αξιοπρεπής.Τ

ΠΕΤΡΙΝΑ ΓΙΟΦΥΡΙΑ ΤΗΣ ΡΕΝΤΙΝΑΣ-Μνημεία του παρελθόντος

Τα πετρογέφυρα αποτελούν μοναδική κληρονομιά που γεφυρώνει το χθες με το σήμερα. Τα περισσότερα από τα γεφύρια αυτά είναι μονότοξα και είναι κτισμένα σε επιλεγμένα σημεία, εκεί όπου η κοίτη των ποταμιών είναι στενή. Είναι κτισμένα από εμπείρους τεχνίτες (λιθαράδες) και στέκονται υπερήφανα εδώ και πολλά χρόνια, σχεδόν παρατημένα στη βαθιά σκιά των νέων οδικών αξόνων. Στο βραχοστένεμα του Ρεντινιώτη ή Ονόχωνου, σ’ αυτό το ποτάμι οι προπαππούδες μας έφκιαξαν το εντυπωσιακό μονότοξο γεφύρι στα Μαντάνια. Ένας Θεός ξέρει κι αυτοί που το ’φκίαξαν, τι τράβηξαν αυτοί οι άνθρωποι και με ποιες στερήσεις και δυσκολίες κατόρθωσαν να το χτίσουν. Η κατασκευή αυτού του γεφυριού αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από δύσκολη, αφού απαιτήθηκαν δύο προσπάθειες για να στηθεί. Οι άνθρωποι εκείνοι τον καιρό της Τουρκοκρατίας, δεν μπορούσαν ούτε το ψωμί της χρονιάς να κονομήσουνε όχι να φκιάξουνε και γεφύρια. Οι Τούρκοι δεν χάλαγαν γρόσια για δρόμους και γιοφύρια να διαβαίνουν οι ραγιάδες χριστιανοί. Αυτοί ήξεραν μοναχά να παίρνουν και όχι να δίνουν. Μαζεύτηκαν λοιπόν οι χωριανοί, κι αποφάσισαν να φκιάξουνε το γιοφύρι. Δεν γινόταν αλλιώς, πνίγηκαν άνθρωποι! Άσε τα ζωντανά, που απ’ αυτά πνίγηκαν πολλά. Χτίστηκε το γιοφύρι, όμως μετά από λίγα χρόνια με μια πρωτόγνωρη νεροποντή, το ποτάμι φούσκωσε και παρέσυρε το γιοφύρι προς μεγάλη απογοήτευση των χωριανών. Στην μεγάλη απελπισία προσφέρθηκαν οι καλόγεροι του μοναστηριού να το ξαναχτίσουν. Άρχισε λοιπόν το ξαναχτίσιμο του, αλλά κατά σατανική σύμπτωση τον καιρό εκείνο έγινε τρομερός σεισμός και το γιοφύρι γκρεμίστηκε συθέμελα. Ο πρωτομάστορας απογοητεύτηκε, αλλά του ηγουμένου Ζαχαρίου η πίστη δεν κλονίστηκε, «ο διάβολος έκαμε την δουλειά του για να μας κουράσει περισσότερο» είπε. Πλήρωσε στην συνέχεια τους μαστόρους και τους συνέστησε να ξεκινήσουν πάλι το χτίσιμο από τα θεμέλια, οι κτίστες όμως ήταν διστακτικοί, γιατί αμφέβαλαν αν υπάρχουν χρήματα για να πληρωθούν το έργο από την αρχή. Και τότε ο ηγούμενος που αντιλήφθηκε που οφειλόταν οι δισταγμοί τους, έβγαλε από την τσέπη του μια χούφτα ασημένια νομίσματα και τα πέταξε στην κοίτη του ποταμιού. Αυτό ήταν όλο και το έργο ξανάρχισε, ξανάρχισε όμως και ο πονοκέφαλος του ηγουμένου, ο οποίος δεν είχε δεκάρα πέρα από όσα σκόρπισε στο ποτάμι! Πιο παρακάτω στο ποτάμι μέσα σ’ ένα καταπράσινο περιβάλλον ξεπροβάλει δίπλα στα πλατάνια, το ξεχασμένο σπουδαίο γεφύρι του Καλογηρόμυλου, αρχικά οι ξύλινοι κορμοί δέντρων που γεφύρωνα τον τόπο, όταν παρασύρθηκαν από τα ορμητικά νερά του ποταμού τότε οι καλόγεροι του Μοναστηριού έδωσαν εντολή να χτιστεί το πέτρινο γεφύρι. Ένα ακόμη εξαίρετο μνημείο γεφυροποιίας στις κλεισούρες του Ονόχωνου κοντά στο Σμόκοβο και στην θέση Πλάκα είναι το πετρογιόφυρο του παπά-Θεωνά. Όταν πνίγηκε ο καλόγερος του μοναστηριού, τότε έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο. Αποφάσισαν τότε οι χωριανοί να χτίσουν κι αυτό το μονότοξο γιοφύρι, ώστε να επιτρέπει στους ανθρώπους να περνούν πιο ευκολότερα στα κτήματα τους, αλλά και στους τσοπάνηδες να διαβαίνουν απέναντι για να βόσκουν τα ζώα τους.

ΝΥΧΤΑ ΜΑΓΕΜΕΝΗ....

ΣΥΝΛΕΒΗ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΕΚΕΙΝΟ
Θα σας το πω και τούτο… Επίσης ακόμα μια θαυμάσια παράδοση θα σας την πω έτσι,, καθώς πέρασε από στόμα σε στόμα από τους συγχωριανούς μας και που καλύπτεται από τον γοητευτικό παραμυθιακό μανδύα, κάτι ανάμεσα στον θρύλο και την γοητεία του υπερφυσικού είναι και τούτο. Τον καιρό εκείνο, εκείνη την αλαργινή εποχή, στο χωριό 320 χρόνια πριν, εκείνο το μήνα τον λέγανε Φεβρουάριο, ήταν μια χιονισμένη νύχτα της 10ης Φεβρουαρίου που ο τόπος κατάλευκος, κουκουλωμένος μέσα σ΄ άπρο παχύ-παχύ πάπλωμα, σπίτια δέντρα, όλα, σεντονιασμένα και βουβά,, ενώ όλοι κοιμούνται και γαλήνη βασίλευε παντού άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες. Ο ήχος γλυκός, παράξενος, λες και ήταν ουράνιος. Φοβισμένοι οι χωριανοί μας σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Οι καμπάνες χτυπούν μόνες τους και μέσα στη εκκλησία ακουγόταν γλυκές ψαλμωδίες. Ούτε παπάς όμως υπήρχε ούτε ψάλτης, απορημένοι οι χωριανοί μπήκαν στην εκκλησία. Τότε οι καμπάνες σταμάτησαν να χτυπούν, οι ψαλμωδίες ακουγόταν μακρινές, ώσπου χάθηκαν. Μόνο ένα απαλό και γλυκύ φως στεφάνωνε την εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους, αριστερά στην Ωραία Πύλη, κι υστερότερα έξω ένα πελώριο φεγγάρι ξεκινούσε από τα πέρατα του ουρανού, ν΄ ανέβει στα μεσούρανα και λίγο-λίγο έστρωνε καταγής την ασημένια του μαγεία. Σήμερα οι θεοσεβούμενοι Ρεντινιώτες στον αύλειο χώρο του Αγίου Νικολάου, έχτισαν το νέο όμορφο παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους.

ΧΑΖΟΝΙΚΟΛΟΣ- ο νεραιδοπαρμένος

Ακόμα μία παράδοση που καλύπτεται από τον γοητευτικό παραμυθιακό μανδύα Πριν πολλά χρόνια την αλαργινή εκείνη εποχή στην Ρεντίνα, την ημέρα εκείνη συνέβηκε και τούτο. Τα παιδιά του χωριού καθόταν συνήθως στ’ ορθολίθι που είναι στο γυφτόρεμα κάτω από την εκκλησία του Αϊ Νικόλα. Ένα από τούτα τα παιδιά ήταν και ο χαζό Νικολός. Τον παιζογελάγανε τ’ άλλα τα παιδιά, τα πιο μικρά. Τα πιο μεγάλα, όλα. Είναι βλάκας. είναι και καμπουριασμένος. Ο Νικολός τά’ χει πλούσια τα κουσούρια. Συνήθως ο Νικολός καθόταν μοναχός στην ρεματιά κι εκεί ξημερονοβράδιαζε. Εκεί στην ρεματιά ήταν άλλος κόσμος που πολύ του άρεσε. Ένα βράδυ κάποια φορά τον είχε πάρει η ώρα κι είχε ξεχαστεί, και δεν έλεγε να γυρίσει στο σπίτι. Πρόβαλε και το φεγγάρι, μισοφέγγαρο, μα πολύ φωτερό, βγήκε κι άπλωσε στα δέντρα και κατέβηκε ως τη ρεματιά. Μια ασημένια καταχνιά φούσκωσε κι ανέβηκε από τη νεροσυρμή κι έσμιξε με του φεγγαριού το ασπρογάλιασμα. Σώπασαν και τα βατράχια κι ο κούκος, σώπασαν και τα τριζόνια, χύθηκε μια βουβαμάρα πνιχτή. Κι όλάξαφνα ξέσπασαν κάτι γέλια. Κρούσταλα γέλια, χάχανα, σαν νερά που πέφτουνε από βράχια. Ξαφνιάστηκε ο Νικολός. Μα, δεν πρόλαβε. Ανάμεσα στις φυλλωσιές, λες κι έπηξαν τ’ ασήμια κι οι χρυσαφένιες αχτίδες, να, οι νεραΐδες, δυό νεραΐδες. δυό καλοκυρές. Πάει ο Νικολός του κόπηκε η λαλιά. Σκύβει, κρύβεται, αργά είναι, πολύ αργά. Του πήραν την λαλιά του. Κι ίσως και να τον άγγιξαν. Πασκίζει να σαλέψει, μολύβι τα ποδάρια του. «Πάτερ...» φώναξε. Κι ύστερα αναθυμήθηκε τι του ‘χανε πει, αν λάχει και συναντήσει ξωτικές. «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς…¨». Τίποτε οι ξωτικές. Ανεμικά είναι και χορεύουνε, ακροπατούνε στα νερά και παίζουνε και λούζονται. Μόνο το πέπλο το λευκό ανεμίζει στο κεφάλι τους. Και τα μακριά χρυσά μαλλιά… Πώ, πώ, ξέχασε ο Νικολός να σταυροκοπηθεί!...Γρήγορα-γρήγορα κάνει τον σταυρό του…Ώχ, ώχ, οι ξωτικές θυμώσανε . αρπάνε πέτρες, ξύλα και του τα πετάνε Μήτε λαλιά ο Νικολός, μηδέ και βήμα να κάνει. Το κεφάλι του Νικολού γυρνά, η καταχνιά σκορπάει…πώ, πώ , νύχτα-μεσάνυχτα θα ΄ναι τώρα…Σηκώνεται και νιώθοντας μονομιάς τα ποδάρια του λυμένα, ροβολάει τον κατήφορο. Πέντε- έξη νύχτες πέρασαν ώσπου ο Νικολός ξανάβρε τα λογικά του, όσο μπορεί να τα βρει ένας αλαφροισκιωτος, ένας νεραϊδοπαρμένος

ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΑΔΟΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΕΝΤΙΝΑ ΑΓΡΑΦΩΝ

ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΝΤΑ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΦΑΝΤΑΖΕΙ ΑΠΙΘΑΝΟ, ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΘΑ ΣΥΜΒΕΙ... Κατά πως τα μολογούσαν οι πολύ γέροντες Ρεντινιώτες και αυτά πέρασαν από στόμα σε στόμα, μια θαυμάσια αμαρτύρητη παράδοση που καλύπτεται από τον γοητευτικό παραμυθιακό μανδύα, κάτι ανάμεσα στον θρύλο και την γοητεία του υπερφυσικού είναι και τα γεγονότα τούτα. Έχει να το λέει ο λόγος ο παλιός, πως πριν πολλά χρόνια ήρθε ένας χειμώνας φοβερός κι ακούραστος, πέσανε πάρα πολλά χιόνια, κανένας δεν θυμόταν τέτοιο χειμώνα πεισματάρη. Ήταν στην καρδιά του βαρύ χειμώνα, στα μέσα του Γενάρη περίπου, όταν τα χιόνια σαν να το ζώσανε το χωριό κι όλο τον τόπο γύρω, κατάλευκα σεντόνια, κλείσανε τον κόσμο και τ’ αγρίμια πεινασμένα κατέβηκαν απ’ τις ερημιές. Μέρα μεσημέρι και τα ’βλεπες από το χωριό, πέρα στην κατάλευκη πλαγιά να μαυρολογάνε. Πότε-πότε τρία, πότε τέσσερα μαζί, πότε κοπάδι τριάντα-σαράντα, βαδίζανε σκυφτά, στέκονταν, μύριζαν χάμω, ξάφνου πιλαλούσαν πέρα, στέκονταν πάλι και οσφραινόταν τον αέρα. Την νύχτα δεν τα ’βλεπες, μα τ’ άκουγες που ούρλιαζαν και μούγκριζαν. Λύκοι ήταν τα πιο πολλά, που πλάκωσαν πεινασμένοι- κοπάδι. Θα ’ταν πενήντα, θα ’ταν εκατό! ποιος να ξέρει. Χτυπάνε αμέσως γοργά, δυνατά και ακατάστατα όλες οι καμπάνες, πετιέται ο κόσμος στο ποδάρι, τότε έπρεπε να δεις τον ξέφρενο τρόμο που σα σπασμός ανατάραξε όλον τον κόσμο. Αχολογάει ο τόπος όλος, κιντύνεψε το χωριό. Αρματώθηκαν λοιπόν όλοι οι άντρες και βγήκαν να τους κυνηγήσουνε. Η νύχτα ήταν σιγαλή κι η νέκρα του χιονιού βασίλευε πάνω στα βουνά και τα γύρω κατατόπια και ξάφνου μονομιάς ακούστηκε ωσάν απόμακρο βούισμα το γαύγισμα των λύκων. Ξύπνησε το χωριό και όλο σίμωνε το γαυγιτό και το ουρλιαχτό. Θα ’ταν πολλοί, εκατοντάδες λύκοι. Οι άντρες, μικροί μεγάλοι, πήρανε τ’ άρματα, ντουφέκια, ακονισμένα μαχαίρια, δρεπάνια, δίκρανα, τσεκούρια και στειλιάρια. Όλοι στο πόδι, πιάσανε τα γύρω στο χωριό και καρτερούσαν. Φεγγάρι δεν είχε κείνη τη νύχτα, μα ήταν τόσα τα χιόνια που ασπρογάλιζε ο κόσμος και ξαφνικά τηρώντας κατά τα ουρλιαχτά, οι χωριανοί ξανοίγουν πέρα σαλέματα αγριμιών και πηγαινέλα. Μείνανε κάμποσοι στο καρτέρι ολόγυρα από το χωριό, μη λάχει και πλακώσουν αναπάντεχα απ’ αλλού άλλα κοπάδια, κι οι ποιο πολλοί μαζεύτηκαν εκεί όπου ακουγόταν τα ουρλιαχτά, εκεί που σάλευαν οι ίσκιοι. Σύγκαιρα τα γυναικόπαιδα φέρνουν ξύλα και φρύγανα και αμέσως ανάβουνε φωτιές γύρω τριγύρω στο χωριό. Κι έβλεπες ετούτο το όμορφο πράμα: όλοι οι γέροι κι όλα τα παλικάρια, έβλεπες να γυαλίζουνε τα μάτια τους από την ταραχή, μια άγρια ταραχή, γιατί κρατούσαν τ’ άρματα στα χέρια και θα τα δουλεύανε. Γυρεύανε να ξεσπάσουν, να βαρέσουν. Γεννημένοι ήταν για πάλεμα, για τον πόλεμο. Ήρθαν και στάθηκαν μπροστά από τις φωτιές, για να φυλάξουν τις γυναίκες τους και τα ζωντανά τους στα σπίτια. Κι όταν τα πρώτα αγρίμια, κύμα σωστό, ετοιμαζόταν να χιμήξει καταπάνω τους λυσσασμένα, ασάλευτοι αυτοί τα σημαδεύανε στο σωρό, στρώνοντας χάμω δε πέντε-δέκα τους κόψανε στην ορμή τους και τα σταμάτησαν. Δέκα φορές πιο άγρια γινήκανε τώρα τα ουρλιαχτά. Στα πρώτα αγρίμια που κοντοστάθηκαν φοβισμένα, ήρθαν και πέσανε από πάνω άλλα αγρίμια, κι ύστερα άλλα κι άλλα απανωτά, που σπρώχνανε το ένα τ’ άλλο. Χιμάνε τώρα, δύο και τρεις φορές πιο πολλά από πριν, μα οι αρματωμένοι χωριανοί μας ατράνταχτοι τα περιμένουν. Δουλεύουν σκληρά τ’ άρματα, ο αντίλαλος παίρνει κι ανακατώνει το τουφεκίδι με τα ουρλιαχτά κάτω στη ρεματιά. Το χιόνι καθρεπτίζει ανάκατα, ίσκιος, αίματα και λάμψεις ντουφεκιών και λίγο πίσω οι μεγάλες φωτιές σκορπούνε φωτερά δεμάτια από πορτοκαλιές ανταύγειες και απέραντες καπνισμένες σκιές χοροπηδάνε στα γύρω. Κι έγινε και τ’ άλλο το απίθανο κι ανήκουστο και τραγικά κωμικό. Αφού αφήσανε τ’ αγρίμια να γιουρσέψουνε κάπου έξι- επτά φορές και κάθε φορά τα προσδέχονταν με τα φλογάτα βόλια, στρώνοντας χάμω κάμποσα νέκρα και λαβωμένα, μέσα σε κείνο το τρομερό το σαματά και τα ουρλιάσματα, αρπάξανε τότε οι χωριανοί κάτι μεγάλα δαυλιά που λαμπάδιαζαν ολόλαμπρα και κρατώντας με το άλλο χέρι το ντουφέκι ή το μαχαίρι, χιμήξανε αλαλάζοντας καταπάνω στους αγριεμένους λύκους. Γίνηκε πόλεμος σωστός, εκεί να δεις αντάρα, τα ’χασαν οι λύκοι. Βλέπουν τις φλόγες που τρέχουν καταπάνω τους, ακούνε τις φωνές, νιώθουνε τα βόλια ή το μαχαίρι να τους καίει τα σωθικά και μπερδεύονται, κάνουνε να δαγκώσουν, μα είναι πια αργά. Που να σας τα μολογάω, τους φάγανε οι Ρεντινιώτες τους λύκους, όσοι απομείνανε -περίπου οι μισοί- το βάλανε στα πόδια ουρλιάζοντας και τρέχουνε, τρέχουνε, χάθηκαν, πάνε… Αργά, μεσάνυχτα κοντά, σβήνουν σε λίγο σιγά σιγά κι οι φωτιές που ’χαν ανάψει γύρω στο χωριό, μόνο τ’ αποκαΐδια μείνανε. Σβήσανε έπειτα τα λυχνάρια μεσ’ τα σπίτια, τους άντρες τους νίκησε η νύστα, πλάγιασαν κατακουρασμένοι και διπλοτριπλοκοιμήθηκαν, κι απόμειναν ψηλοκρεμασμένα τ’ άστρα. Έτσι πέρασε εκείνος ο φοβερός βαρύς χειμώνας, που κράτησε πάνω από τέσσερες μήνες. Κι ύστερα από εκείνη την μεγάλη βαρυχειμωνιά, ξεθύμανε αυτός ο χειμώνας, οι μέρες γλύκαναν ήρθε άνοιξη. Άνοιξε ο καιρός και λυώσαν τα πολλά χιόνια στις ράχες και στα ριζά, ξανάρχισε η ζωή, άρχισαν τότε οι Ρεντινιώτες να σκορπάνε στα χωράφια τους ή να βοσκήσουνε τα γιδοπρόβατα τους. Έλαχε ακόμα εκείνη την χρονιά το καλοκαίρι να ’ρθει βιαστικό. Τόσο βιαστικό που παραγκώνισε μια ώρα αρχύτερα την άνοιξη, πολύ πριν τα τέλη του Μάη και συνέβηκε ένα ακόμη πιο παράξενο. Κάποιο κοντόβραδο του Μάη μήνα, ένας λεβεντονιός ο Γιαννούλας, θα ’ταν δεν θα ’ταν καμιά εικοσαριά χρονών, βοσκούσε τα γιδοπρόβατα του πάνω στην Αγγελίνα, καθώς ετοιμαζότανε να κινήσει πίσω για το χωριό, ακούει ένα μουγκρητό, κάτι σαν μουγκανητό από γελάδι. Γυρνάει και βλέπει στ’ ακρόχελο του δάσους ένα ελάφι, όχι, μάλλον ζαρκάδι ήταν δεν έχει κέρατα, μα πάλι σαν πολύ μεγάλο έμοιαζε για ζαρκάδι. Το ελάφι λοιπόν κοντοστεκόταν, αυτιαζότανε, ύστερα έτρεξε λίγο κι ήρθε πιο κοντά και στάθηκε πάλι κι όρθωσε λίγο το κεφάλι. Ναι, ναι, ελαφίνα είναι!, κι είναι μόνη, έτοιμη για να πηδήξει, πέρα να φύγει, αστραπή. Μα αυτή έσκυψε και βάλθηκε να βοσκάει ανέγνοιαστα… Το βοσκόπουλο δεν σάλεψε, κοίταζε. Τον είχε γοητεύσει το πανέμορφο ζώο. Κι όχι τόσο η ομορφιά του, όσο εκείνο το αθώο κάτι, το φοβισμένο πού έχει. Το νιώθεις όλο νεύρο, προσέχει, φυλάγεται, τεντωμένο ολάκερο απ’ την κορφή ως τα νύχια, μόλις ακούσει το παραμικρό να πηδήσει πέρα… Μα να, μονομιάς τι ν’ άκουσε η ελαφίνα μας; Πετάγεται ως τρεις οργιές μακριά και σαν βέλος χάθηκε, καπνός, κι έσβησε μέσ’ στ’ απόσκια… Ύστερα σουρούπωσε, στ’ απόσωσμα της μέρας πριν γείρει για τα καλά ο ήλιος, πήρε τον κατήφορο αλαφροπατώντας και λίγο πιο κάτω ροβολώντας για το χωριό το βοσκόπουλο, συνεπαρμένο και μερακλωμένο σιγοτραγουδούσε: Όλα τα λάφια βόσκουνε κι όλα δροσολογιόνται… και μια λαφίνα μοναχή δεν πάει κοντά με τα άλλα, μόνο, στ’ απόσκια περπατεί, τ’ απόζερβα ανεβαίνει, κι όπου βρει γάργαρο νερό σκύβει και το πίνει… Αγαπούνε από παλιά την Ρεντίνα τα ελάφια και τ’ αγαπούνε κι οι Ρεντινιώτες περίσσια τα πανέμορφα τούτα ζωντανά. Στην Ρεντίνα κάποτε συνέβηκε κι αυτό, γιατί στον τόπο της πάντοτε ζούνε ελάφια!