Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021

ΘΡΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

 Ο θρύλος και η στοματική παράδοση λέει ότι οι κάτοικοι που δεν είχαν να σφάξουν πρόβατα, τα χαράματα του πανηγυριού ερχόταν μόνο του στο Μοναστήρι ένα ελάφι, να προσκυνήσει και προσφερόταν να θυσιαστεί.

Οι κάτοικοι του χωριού αφού προσκυνούσε και ξεκουραζόταν το έσφαζαν, το μαγείρευαν και το έτρωγαν στο κοινό τραπέζι. Κάποτε το ελάφι άργησε να έρθει, γιατί ήταν κουτσό, οι πανηγυριστές δεν το άφησαν να προσκυνήσει ούτε να ξεκουραστεί και να βάλλει τη γλώσσα του μέσα, το έσφαξαν αμέσως.
Από τότε ελάφι δεν ξανά ’ρθε…

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΑ

 Η  ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΚΥΡΑ ΛΕΝΗ

Ένα από τα πιο αγαπημένα πρόσωπα που μαθαίνουν τα παιδιά, μαζί με τη μάνα και τον παππού είναι κυρίως η γιαγιά.
Η δική μου λατρεμένη γιαγιά μου ήταν ιερό πρόσωπο και ανεπανάληπτη μορφή, η αγάπη της αφάνταστα μεγάλη εκδηλωνόταν χωρίς όρια και όρους. Ήταν το πρόσωπο που στεκόταν πάντα δίπλα μου, με άδολη, ακατάλυτη αγάπη και στοργή. Η γιαγιά μου ήταν ψηλή και λιγόσαρκη, με πρόσωπο άσπρο σαν της Παναγιάς, με μάτια πονετικά όπως στις εικόνες. Οι χειρονομίες της είχαν κάτι το σοβαρό και το ήσυχο μαζί, τα λόγια της ανάδιναν ατάραχη πείρα και το βλέμμα της μέρευε την καρδιά σου, όσο κι αν ήταν ταραγμένη. Σεμνή με το παραπάνω με το γέλιο στο στόμα, πάντα με πρόσχαρη καρδιά ανοιχτόκαρδη και συγκροτημένη.
Με τον καιρό η πέτσα της φτένευε και φωτιζόταν, έτσι που χωρίς να χάσει τίποτε από τη φυσική της ζωντάνια έγινε στο τέλος σαν την όψη πόχουν οι άγιες ζωγραφιές. Και σήμερα που τη θυμάμαι, αχνή και σβησμένη στο πέρασμα των χρόνων, δεν την παραλλάζω σε τίποτε από τα γλυκά πονεμένα θώρια που κατοικούν σε παλιά ξωκλήσια.
Εγώ έτυχε να ’μαι το πρώτο της αγγόνι και γι’ αυτό μ’ αγαπούσε πολύ. Με μεγάλωσε η ίδια περσότερο παρά η μάνα μου. Και την είχα συνηθίσει, την έβαλα μέσα στην ψυχή μου – είναι αμαρτία τάχα να το πω; - καλύτερα από κείνη που μ’ έφερε στον κόσμο.
Οι γυναίκες στα χωριά το ’χουν σε καλό να ’ναι το πρωτογέννητο αγόρι, «παιδί» όπως το λεν. Κι εγώ γεννήθηκα λίγο μετά τα Χριστούγεννα, άλλο χαϊρλίτικο.
Αυτό κάτι θα γίνει μια μέρα, να με θυμάστε! προφήτεψε απ’ την καλοσημαδιά η Πέτρινα του Τσατάλα, γειτόνισσα και συγγένισά μας. Οι Κορομπίληδες τόχαν ήταν λίγο τεμπέληδες, ούτε σεκλετίζονταν για την ανέχεια. Έτσι ήταν όλοι οι παλιοί, δούλευαν λίγο και πόρευαν με το τίποτα.
Ο πρώτος της γιος ο Χαράλαμπος, δεν το τραβάει και τόσο σκοτούρα. Ούτε τον πολυμέλει για τέχνη, μισή τη μαθαίνει. Του δείχνουν οι μαστόροι μα τίποτ’ αυτός. Τι είναι το μεράκι του, τα γελάδια τα Μπουρβαρέικα.
Πολλές φορές εγώ κοιμόμουν με την γιαγιά μου. Τι γλυκά που μ’ έπιανε ο ύπνος, πόσο ηδονικά του παραδίνομουν! Κι είχα δίπλα μου έναν άνθρωπο, έναν προστάτη, που με παράστεκε σε όλα, έτοιμος να με υπερασπιστεί, ακόμα κι απ’ τα κακά όνειρα που με ξυπνούσαν φοβισμένο. Μαζωνόμουν κοντά της, κούρνιζα στον κόρφο της να βρω προστασία.
Η καλή μου η γιαγιά με φρόντιζε, με συμβούλευε και μου έλεγε παραμύθια, ήταν ένα από τα αγαπημένα πρόσωπα της ζωής μου. Η γλυκιά μου γιαγιά ήταν η μάνα του πατέρα μου, παντρεύτηκε με προξενιό τον παππού μου Κωνσταντή Κορομπίλη και απέκτησε τρία αγόρια, τον Χαράλαμπο, τον Δημήτρη και τον Χρήστο αλλά και μια κόρη την Ειρήνη. Ήταν μια καλοσυνάτη γριούλα με γαλάζια μάτια όλο γλύκα και με ένα πλατύ χαμόγελο που άφηνε να φανούν τα δόντια της που της έλειπαν στα βαθιά γηρατειά της.
Ο Παππούς μου ο Κωσταντής που δεν έτυχε να τον γνωρίσω άκουσα από την γιαγιά μου τόσα και τόσα για την αξιοσύνη του και την λεβεντιά του.
Μπορεί όμως να ’ναι και το κλίμα του τέτοιο. Τέτοιο χούι είχε κι ο μακαρίτης ο παππούλης σου, παιδεύτηκε από μικρός.
Τράβηξε για την γη της επαγγελίας για να ζήσει το Αμερικάνικο όνειρο.
Δύστυχα χρόνια περνούσαν και τότε. Οι άντρες έλειπαν στα ξένα κι οι γυναίκες κοιτάζαν να μην ξοδευτούν, αφού οι ίδιες δεν έβγαζαν παράδες. Έτσι η φουκαριάρα η γιαγιά έζησε όλη την δυστυχία της ανέχειας.

ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ....


 Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ  ΣΤΗΝ ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ



Ανάμεσα σε αυτούς που Μετανάστευσαν από την Ρεντίνα για την Αμερική είναι και τα αδέλφια Γιάννος και Κωσταντής Κορομπίλης, που μέσα στο μαύρισμα της χαμοζωής τους, μόλις άνοιξε η στράτα της Αμερικής τραβηξαν τον δρόμο της. Έτσι φθάνοντας στην Νέα Υόρκη αποβιβάζονται στις βάρκες της Υπηρεσίας Άλλοδαπών που τους μετέφερε στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι».Ο παππούς έφτασε στην Αμερική ανειδίκευτος όπως όλοι και βρήκε δουλειά στους σιδηροδρομικές γραμμές. ‘Ίσως επειδή κατασκεύαζαν τότε τις γραμμές του σιδηροδρόμου, εύρισκες δουλειά με το που πήγαινες αμέσως .Όμως οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες κρύο πολύ και αβάσταχτο. Οι δυσκολίες προσαρμογής και οι σκληρές συνθήκες εργασίας κάνουν τον παππού μου σύντομα να γυρίσει πίσω, ενώ ο αδελφός του Γιάννος τράβηξε για το Μεξικό. Και τώρα αντί μνημόσυνου δύο λόγια για τους παππούδες μου: Ο παππούς μου Κωσταντής, όπως έλεγε η γιαγιά μου, -το άλλο γλυκό πρόσωπο των μικρών μου χρόνων- ήτανε φτωχός, τίμιος, φιλότιμος και εργατικός με αρχοντοκαμωσιά, ψηλόλιγνος καθώς ήταν και σγουρόμαλλης, με βαθιά καστανά μάτια και στρωτά γερά δόντια, δούλευε δεκάξι με δεκαοκτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει και σιγοτραγουδούσε το σούρουπο καθώς γύριζε από τα χωράφια, για να εκφράσει την χαρά και τον πόνο του. Η τσάπα γινόταν υπάκουη στα χέρια του και τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσαν συνάμα, γιατί τα φρόντιζε. Ακούω ακόμη στο βάθος των παιδικών αναμνήσεων την φωνή της γιαγιάς να μου διηγείται, για την λιγοστή ζωή του. Τα χρόνια ήτανε δύσκολα. Για να καταφέρει να αλλάξει την ζωή του, ταξίδευσε μερόνυχτα και κάποτε φθάνει στην Αμερική, κουβαλώντας μέσα του με τρυφερότητα και περηφάνια όλη του την ξενιτιά. Τράβηξε για το άγνωστο με τις τσέπες γεμάτες όνειρα, το χρυσάφι των φτωχών. Μετά από λίγα χρόνια ξαναπήρε τον δρόμο της επιστροφής, γιατί τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα. Η ζωή θέλει πόρεψη. Η φτώχια δεν υποφέρεται έτσι μπήκε σε καινούργιο αυλάκι η ζωή του. Ο άνθρωπος είναι θεριό για να τα βγάλει πέρα, έπρεπε επειγόντως να βρει μια λύση, ξανάφυγε να δουλέψει στην κάψα του καλοκαιριού σε καμίνι καυσόξυλων στην Καϊτσα. Σαν τσεκουριά ήλθε η αρρώστια της ελονοσίας και το ’ρίξε κείνο το γερό κορμί, που μέχρι τότε δεν ήξερε τι θα πει πονοκέφαλος, αρρώστια δεν το έπιανε, δεν είχε ούτε σάπιο δόντι, ούτε άσπρη τρίχα. Και μια μέρα σαν μαύρο πουλί και σαν αστραπή έφθασε το μαντάτο του θανάτου του και σκέπασε τον ήλιο στην γιαγιά μου, πόνεσε πολύ αυτή και τα πέντε ορφανά παιδιά της. Τα χρόνια όπως συνήθως ήτανε βιαστικά και τότε, η μοίρα των ανθρώπων δεν είναι ορισμένη πάντα για τη συνέχεια. Ο άλλος μου παππούς ο Σπύρος Κατσαντώνης, έφυγε και αυτός πολύ νωρίς από τούτο δω τον κόσμο, έτσι ήταν το θέλημα του μεγάλου αφέντη του Χάρου. Ήταν ένας άνθρωπος με πολύ επιβλητικό παράστημα μέσα στο χωριό, λεβεντάνθρωπος ως απάνω αψηλός, ομορφοκαμωμένος, κορμί ολόστητο και στέρνο πλατύ, πρόσωπο αδρό, με μάτια κατάμαυρα, σκληρά και έξυπνα, στοργικός, καλός νοικοκύρης, με φιλοπατρία και πίστη, κοντινός απόγονος των Κατσαντωναίων. Σωστός άρχοντας με προκοπή περίσσια, αυγάτισε την περιουσία του, μ’ επιδέξιους χειρισμούς και όχι πάντοτε με πολύ τίμια μέσα, πολλά καλά άκουσα για αυτόν, από τα χείλη της μάνας μου και πολλών άλλων. Αυτοί είναι οι στενοί μου πρόγονοι, που αντλώ την ήρεμη και αγέρωχη περηφάνια, που μου επιτρέπει ακόμη να παραμένω ελεύθερος και αξιοπρεπής.