Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

Το Αμερικάνικο όνειρο!

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ ΠΗΓΕ ΣΤΗΝ ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ 

Η  φτώχια σε συνδυασμό με το αμερικανικό όνειρο, οδήγησε πολλούς Έλληνες στην Αμερική, στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι Ρεντινιώτες παρά τον φόβο για το μακρινό άγνωστο όπως ήταν η Αμερική, βλέποντας τις ανάγκες της οικογένειας το πήραν απόφαση, να πάνε Αμερική. Το ταξίδι το πέρα από τα βουνά που ζώνουν την Ρεντίνα άρχισε επίσης με τον καιρό να γίνεται ανάγκη και πάθος. Ταξίδευαν οι Ρεντινιώτες παντού ή ξεκινούσαν για τον μεγάλο κόσμο γυρεύοντας προκοπή και καλοτυχιά. Άλλοι φτάνανε στα ελάχιστα, άλλοι στα μέγιστα, πρόκοψαν περίτρανα. Οι Ρεντινιώτες ξενιτεύτηκαν σε τόπους μακρινούς και αναζήτησαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για να βοηθήσουν και τους δικούς τους στην ιδιαίτερη πατρίδα. Ο δεσμός των Ρεντινιωτών με την Πόλη και τις παραδουνάβιες χώρες της Μολδοβλαχίας, έχει βάθος χρόνου. Οι συγχωριανοί μας σταμάτησαν να πηγαίνουν στην Πόλη μόλις στις αρχές του προπερασμένου αιώνα, για λόγους βέβαια, που προέκυψαν ύστερα από την νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Βαλκανική Χερσόνησο, από την μια μεριά και από την άλλη. Αργότερα τους ελκύει περισσότερο η σιγουριά και η γοητεία της Αμερικής. Με τον ξενιτεμό των πιο άξιων παιδιών της. Η ξενιτιά έγινε μοίρα και καημός στην Ρεντίνα, έγινε τραγούδι: «Ήρθε καιρός να φύγουμε κι ώρα για να πάμε, το πως να πω το έχε γεια, το πως να πω θα φύγω». Όμως γύριζαν πάλι στον τόπο τους, σαν έφτιαχναν ένα μικρό κομπόδεμα, είχαν τους δικούς τους και τον τόπο που τους περίμενε. Στον καιρό του ξενιτεμού τα κορίτσια και οι αρραβωνιασμένες καρτέραγαν και τραγούδαγαν: Παρθένα Παναγία μας δείξε τα θάματα σου, φέρτονε κοντά μου γρήγορα, να στείλω τα μαντλώματα, για να κινήσ’ ο γάμος και Κυριακή ξημέρωμα, νύφη να με στολίσουν και να με πάν στην εκκλησιά, μαζί με τον καλό μου, να γίνει το στεφάνωμα στον Αϊ Νικόλα μέσα. Γύριζαν οι περισσότεροι χωριανοί από τον μισεμό κι έχτιζαν ωραία δίπατα σπίτια και ακουμπούσαν εκεί τις ελπίδες τους. Κι έπειτα «έφευγαν» ήσυχοι για ό,τι έκαναν… Οι Ρεντινιώτες που τον περασμένο αιώνα πήγαν στην Αμερική άλλοι πρόκοψαν και άλλοι γύρισαν άπραγοι. Όσοι πρόκοψαν γυρνώντας στην Ρεντίνα έχτισαν επιβλητικά σπίτια, τα γνωστά «αμερικάνικα». Τα αξιόλογα αυτά πανέμορφα παλιά πέτρινα αρχοντικά είναι δείγμα της αρχιτεκτονικής που επικρατούσε εκείνη την εποχή, διαθέτουν δύο ορόφους με πολλά δωμάτια και αξιόλογο εσωτερικό και εξωτερικό διάκοσμο, με μεγάλα μπαλκόνια και αυλόπορτες παλιάς αρχοντιάς και παράδοσης. Αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της οικονομικής και πνευματικής παλιάς ακμής του τόπου. Τα κυριότερα παλιά αρχοντικά που διατηρούνται είναι του Γκούτα, του Ρήγα, του Χαράλ. Κουτή, του Πέτρου Μούτου και του Αναγνωστόπουλου. Γλαφυρό είναι το παρακάτω επεισόδιο που διαδραματίστηκε μεταξύ του συγχωριανού μας Αμερικάνου και του άλλου συγχωριανού μας, όπως το μολογούσαν οι παλαιότεροι. Ο κυρ’ Νικολάκης Καμάρας, επισκεπτόταν συχνά τον συγχωριανό Αμερικάνο γέρο Ρήγα στο σπίτι του. -«Μπάρμπα θέλω δανεικά ένα χιλιάρικο και θα στο φέρω» -«Πάνω στο τζάκι είναι παιδ’ μου, πάρτο» Αυτό έγινε κάμποσες φορές. Το έπαιρνε το χιλιάρικο και το επέστρεφε. Κάποια φορά δεν το επέστρεψε και πήγε για «φρέσκο» -«Μπάρμπα θέλω δανεικά ένα χιλιάρικο» -«Πάνω στο τζάκι είναι παιδάκ’ μου, πάρτο» -«Δεν είναι;» -«Το ’φερες για να ’ναι; Ανάμεσα σε αυτούς που Μετανάστευσαν από την Ρεντίνα για την Αμερική είναι και τα αδέλφια Γιάννος και Κωσταντής Κορομπίλης, που μέσα στο μαύρισμα της χαμοζωής τους, μόλις άνοιξε η στράτα της Αμερικής τραβηξαν τον δρόμο της. Έτσι φθάνοντας στην Νέα Υόρκη αποβιβάζονται στις βάρκες της Υπηρεσίας Άλλοδαπών που τους μετέφερε στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι».Ο παππούς έφτασε στην Αμερική ανειδίκευτος όπως όλοι και βρήκε δουλειά στους σιδηροδρομικές γραμμές. ‘Ίσως επειδή κατασκεύαζαν τότε τις γραμμές του σιδηροδρόμου, εύρισκες δουλειά με το που πήγαινες αμέσως .Όμως οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες κρύο πολύ και αβάσταχτο. Οι δυσκολίες προσαρμογής και οι σκληρές συνθήκες εργασίας κάνουν τον παππού μου σύντομα να γυρίσει πίσω, ενώ ο αδελφός του Γιάννος τράβηξε για το Μεξικό. Και τώρα αντί μνημόσυνου δύο λόγια για τους παππούδες μου: Ο παππούς μου Κωσταντής, όπως έλεγε η γιαγιά μου, -το άλλο γλυκό πρόσωπο των μικρών μου χρόνων- ήτανε φτωχός, τίμιος, φιλότιμος και εργατικός με αρχοντοκαμωσιά, ψηλόλιγνος καθώς ήταν και σγουρόμαλλης, με βαθιά καστανά μάτια και στρωτά γερά δόντια, δούλευε δεκάξι με δεκαοκτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει και σιγοτραγουδούσε το σούρουπο καθώς γύριζε από τα χωράφια, για να εκφράσει την χαρά και τον πόνο του. Η τσάπα γινόταν υπάκουη στα χέρια του και τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσαν συνάμα, γιατί τα φρόντιζε. Ακούω ακόμη στο βάθος των παιδικών αναμνήσεων την φωνή της γιαγιάς να μου διηγείται, για την λιγοστή ζωή του. Τα χρόνια ήτανε δύσκολα. Για να καταφέρει να αλλάξει την ζωή του, ταξίδευσε μερόνυχτα και κάποτε φθάνει στην Αμερική, κουβαλώντας μέσα του με τρυφερότητα και περηφάνια όλη του την ξενιτιά. Τράβηξε για το άγνωστο με τις τσέπες γεμάτες όνειρα, το χρυσάφι των φτωχών. Μετά από λίγα χρόνια ξαναπήρε τον δρόμο της επιστροφής, γιατί τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα. Η ζωή θέλει πόρεψη. Η φτώχια δεν υποφέρεται έτσι μπήκε σε καινούργιο αυλάκι η ζωή του. Ο άνθρωπος είναι θεριό για να τα βγάλει πέρα, έπρεπε επειγόντως να βρει μια λύση, ξανάφυγε να δουλέψει στην κάψα του καλοκαιριού σε καμίνι καυσόξυλων στην Καϊτσα. Σαν τσεκουριά ήλθε η αρρώστια της ελονοσίας και το ’ρίξε κείνο το γερό κορμί, που μέχρι τότε δεν ήξερε τι θα πει πονοκέφαλος, αρρώστια δεν το έπιανε, δεν είχε ούτε σάπιο δόντι, ούτε άσπρη τρίχα. Και μια μέρα σαν μαύρο πουλί και σαν αστραπή έφθασε το μαντάτο του θανάτου του και σκέπασε τον ήλιο στην γιαγιά μου, πόνεσε πολύ αυτή και τα πέντε ορφανά παιδιά της. Τα χρόνια όπως συνήθως ήτανε βιαστικά και τότε, η μοίρα των ανθρώπων δεν είναι ορισμένη πάντα για τη συνέχεια. Ο άλλος μου παππούς ο Σπύρος Κατσαντώνης, έφυγε και αυτός πολύ νωρίς από τούτο δω τον κόσμο, έτσι ήταν το θέλημα του μεγάλου αφέντη του Χάρου. Ήταν ένας άνθρωπος με πολύ επιβλητικό παράστημα μέσα στο χωριό, λεβεντάνθρωπος ως απάνω αψηλός, ομορφοκαμωμένος, κορμί ολόστητο και στέρνο πλατύ, πρόσωπο αδρό, με μάτια κατάμαυρα, σκληρά και έξυπνα, στοργικός, καλός νοικοκύρης, με φιλοπατρία και πίστη, κοντινός απόγονος των Κατσαντωναίων. Σωστός άρχοντας με προκοπή περίσσια, αυγάτισε την περιουσία του, μ’ επιδέξιους χειρισμούς και όχι πάντοτε με πολύ τίμια μέσα, πολλά καλά άκουσα για αυτόν, από τα χείλη της μάνας μου και πολλών άλλων. Αυτοί είναι οι στενοί μου πρόγονοι, που αντλώ την ήρεμη και αγέρωχη περηφάνια, που μου επιτρέπει ακόμη να παραμένω ελεύθερος και αξιοπρεπής.Τ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου