Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Η ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΜΟΥ-Η ιστορία ενός μακρινού προγόνου μου...

Θέλω να μιλήσω για το από που κρατάει η σκούφια μου, να γράψω για την μυθιστορία ενός μακρινού προγόνου μου. Μετά λοιπόν από επίπονη και επίμονη έρευνα και ανατρέχοντας σε διάφορες ιστορικές πηγές, ανακάλυψα. Από έγγραφη αναφορά της 1ης Απριλίου του 1828, της επιστατοδημογεροντίας των Σαλώνων, που υπογράφουν ο Κωσταντής Καραμάνης και ο γραμματέας της επαρχίας Αναγνώστις Λατζαρής προκύπτει: Μεταξύ αυτών που εκλέγηκαν στο χωριό Καστριώτισσα, ως πληρεξούσιοι των επαρχιών Νέων Πατρών (Πατρατζίκι) για την Τρίτη Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων, ήταν και ο Αναγνώστις Κορομπίλι, από την Απάνω Χομίργιανη. Ο Αναγνώστις Κορομπίλι είχε μέτριο ανάστημα. Το πρόσωπο του, στηριγμένο σ’ ένα κοντό λαιμό, ήταν πράος, αλλά γεμάτος ζωή και δραστηριότητα. Λιγομίλητος, μιλούσε με μελιχρότητα και πρόφερε τις λέξεις αργά και καθαρά. Έπαιρνε το λόγο πάντοτε τελευταίος και επιβαλλόταν με τη λογική διατύπωση της γνώμης του. Αργότερα ο Βαγγέλης Κοντογιάννης του εμπιστεύτηκε μια κλέφτικη ομάδα, η οποία όμως διαλύθηκε γρήγορα. Σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους συνελήφθη και αυτοί τον έκλεισαν μέσα σ’ ένα κατώι, αφού του έδεσαν με χαλκάδες τα πόδια, για να μην μπορεί να φύγει. Όμως η φυλακή δεν μπόρεσε να τον κρατήσει. Την νύχτα έβγαλε την πόρτα από τους ρεζέδες, κατόρθωσε να ελευθερώσει το ένα του πόδι και το πρωί έφτασε στην Σπερχιάδα, όπου σε κάποιο χαλκάδικο έκοψε τις αλυσίδες που έσερνε όλη τη νύχτα. Αυτό το γεγονός ήταν καθοριστικό για την μετέπειτα ζωή του, γιατί ήταν αδύνατο να επιστρέψει πάλι στο χωριό του. Βγήκε στο βουνό Κλέφτης, όχι με την σύγχρονη έννοια, αλλά της εποχής του, περιφερόταν δε στα βουνά γύρω από τα χωριά και ζούσε με μικροληστείες. Κατά την παράδοση, σε μια μάχη με τους Τούρκους έξω από το χωριό Πύργος Υπάτης, στην θέση που από τότε ονομάστηκε Κορομπίλη, καθώς έσκυψε να βοηθήσει ένα συμπολεμιστή του, που τελικά ήταν νεκρός, του έπεσε ο σκούφος. Το αποτέλεσμα ήταν βλέποντας πάνω στο νεκρό τον σκούφο του, να δηλώσουν εκείνο για νεκρό. Το νέο διαδόθηκε γρήγορα και έφτασε στο χωριό του και στους δικούς του, που του έκαναν μάλιστα και μνημόσυνο. Μετά από λίγο καιρό ο Αναγνώστις Κορομπίλι πήγε στο χωριό του, αφού ενημέρωσε τους δικούς του ότι είναι ζωντανός, συνάντησε τον Πρόεδρο του χωριού για να ζητήσει τρόφιμα. Τον ρώτησε «αν έχουν κάποιο συγχωριανό στο βουνό να πολεμάει τους Τούρκους». Ο Πρόεδρος που δεν τον γνώρισε μετά από τόσα χρόνια που έλειπε, εξ άλλου ήξερε πως έχει σκοτωθεί, απάντησε «είχαμε κάποτε και εμείς ένα χαμένο κορμί». «αν τον έβλεπες θα τον γνώριζες;» ξαναρώτησε ο Κορομπίλι και ο Πρόεδρος απάντησε «αμ, πως δεν θα τον γνώριζα». Και τότε ο Αναγνώστις Κορομπίλι του είπε, ότι είναι εκείνος. Όταν κατάλαβε ο Πρόεδρος, ότι είχε μπροστά του τον Κορομπίλι τα γόνατα του λυγάνε από τον ψυχοταραγμό, λέγεται ότι από τον φόβο του, έπαθε συγκοπή και πέθανε. Παρακλάδι (απόγονος) του Αναγνώστι Κορομπίλι καταστάλαξε ύστερα από χρόνια στην Ρεντίνα. Ήταν λεβέντης και καλός άνθρωπος, αλλά εκείνα τα χρόνια άμα δεν είχες κύκλο, συγγενείς και φίλους, δεν σε υπολόγιζαν οι άλλοι. Σιγά σιγά με τον καιρό τον αγάπησαν στο χωριό, αλλά και μερικοί τον στραβοκοίταζαν. Αφού πιάστηκε καλά και νοικοκυρεύτηκε, δημιουργήθηκε κατά παραφθορά το όνομα Κορομπίλης και το σόι το Κορομπιλέϊκο. Τώρα θα πω ακόμη αντί μνημοσύνου δυο λόγια για τους παππούδες μου: Ο παππούς μου ο Κωνσταντής έζησε στην Ρεντίνα, μέσα όμως στο μαύρισμα της χαμοζωής του, μόλις άνοιξε η στράτα της Αμερικής τράβηξε τον δρόμο της. Έτσι φθάνοντας στην Νέα Υόρκη αποβιβάζεται στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους μετέφερε στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι». Όμως οι δυσκολίες προσαρμογής και οι σκληρές συνθήκες εργασίας κάνουν τον παππού μου σύντομα να γυρίσει πίσω. Όπως έλεγε η γιαγιά μου, -το άλλο γλυκό πρόσωπο των μικρών μου χρόνων- ήτανε φτωχός, τίμιος, φιλότιμος και εργατικός με αρχοντοκαμωσιά, ψηλόλιγνος καθώς ήταν και σγουρόμαλλης, με βαθιά καστανά μάτια και στρωτά γερά δόντια, δούλευε δεκάξι με δεκαοκτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει και σιγοτραγουδούσε το σούρουπο καθώς γύριζε από τα χωράφια, για να εκφράσει την χαρά και τον πόνο του. Η τσάπα γινόταν υπάκουη στα χέρια του και τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσαν συνάμα, γιατί τα φρόντιζε. Ακούω ακόμη στο βάθος των παιδικών αναμνήσεων την φωνή της γιαγιάς να μου διηγείται, για την λιγοστή ζωή του. Τα χρόνια ήτανε δύσκολα. Για να καταφέρει να αλλάξει την ζωή του, ταξίδευσε μερόνυχτα και κάποτε φθάνει στην Αμερική, κουβαλώντας μέσα του με τρυφερότητα και περηφάνια όλη του την ξενιτιά. Τράβηξε για το άγνωστο με τις τσέπες γεμάτες όνειρα, το χρυσάφι των φτωχών. Μετά από λίγα χρόνια ξαναπήρε τον δρόμο της επιστροφής, γιατί τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα. Η ζωή θέλει πόρεψη. Η φτώχια δεν υποφέρεται έτσι μπήκε σε καινούργιο αυλάκι η ζωή του. Ο άνθρωπος είναι θεριό για να τα βγάλει πέρα, έπρεπε επειγόντως να βρει μια λύση, ξανάφυγε να δουλέψει στην κάψα του καλοκαιριού σε καμίνι καυσόξυλων στην Καϊτσα. Σαν τσεκουριά ήλθε η αρρώστια της ελονοσίας και το ’ρίξε κείνο το γερό κορμί, που μέχρι τότε δεν ήξερε τι θα πει πονοκέφαλος, αρρώστια δεν το έπιανε, δεν είχε ούτε σάπιο δόντι, ούτε άσπρη τρίχα. Και μια μέρα σαν μαύρο πουλί και σαν αστραπή έφθασε το μαντάτο του θανάτου του και σκέπασε τον ήλιο στην γιαγιά μου, πόνεσε πολύ αυτή και τα πέντε ορφανά παιδιά της. Τα χρόνια όπως συνήθως ήτανε βιαστικά και τότε, η μοίρα των ανθρώπων δεν είναι ορισμένη πάντα για τη συνέχεια. Ο άλλος μου παππούς ο Σπύρος Κατσαντώνης, έφυγε και αυτός πολύ νωρίς από τούτο δω τον κόσμο, έτσι ήταν το θέλημα του μεγάλου αφέντη του Χάρου. Ήταν ένας άνθρωπος με πολύ επιβλητικό παράστημα μέσα στο χωριό, λεβεντάνθρωπος ως απάνω αψηλός, ομορφοκαμωμένος, κορμί ολόστητο και στέρνο πλατύ, πρόσωπο αδρό, με μάτια κατάμαυρα, σκληρά και έξυπνα, στοργικός, καλός νοικοκύρης, με φιλοπατρία και πίστη, κοντινός απόγονος των Κατσαντωναίων. Σωστός άρχοντας με προκοπή περίσσια, αυγάτισε την περιουσία του, μ’ επιδέξιους χειρισμούς και όχι πάντοτε με πολύ τίμια μέσα, πολλά καλά άκουσα για αυτόν, από τα χείλη της μάνας μου και πολλών άλλων. Αυτοί είναι οι στενοί μου πρόγονοι, που αντλώ την ήρεμη και αγέρωχη περηφάνια, που μου επιτρέπει ακόμη να παραμένω ελεύθερος και άξιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου