Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΑ

 Η  ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΚΥΡΑ ΛΕΝΗ

Ένα από τα πιο αγαπημένα πρόσωπα που μαθαίνουν τα παιδιά, μαζί με τη μάνα και τον παππού είναι κυρίως η γιαγιά.
Η δική μου λατρεμένη γιαγιά μου ήταν ιερό πρόσωπο και ανεπανάληπτη μορφή, η αγάπη της αφάνταστα μεγάλη εκδηλωνόταν χωρίς όρια και όρους. Ήταν το πρόσωπο που στεκόταν πάντα δίπλα μου, με άδολη, ακατάλυτη αγάπη και στοργή. Η γιαγιά μου ήταν ψηλή και λιγόσαρκη, με πρόσωπο άσπρο σαν της Παναγιάς, με μάτια πονετικά όπως στις εικόνες. Οι χειρονομίες της είχαν κάτι το σοβαρό και το ήσυχο μαζί, τα λόγια της ανάδιναν ατάραχη πείρα και το βλέμμα της μέρευε την καρδιά σου, όσο κι αν ήταν ταραγμένη. Σεμνή με το παραπάνω με το γέλιο στο στόμα, πάντα με πρόσχαρη καρδιά ανοιχτόκαρδη και συγκροτημένη.
Με τον καιρό η πέτσα της φτένευε και φωτιζόταν, έτσι που χωρίς να χάσει τίποτε από τη φυσική της ζωντάνια έγινε στο τέλος σαν την όψη πόχουν οι άγιες ζωγραφιές. Και σήμερα που τη θυμάμαι, αχνή και σβησμένη στο πέρασμα των χρόνων, δεν την παραλλάζω σε τίποτε από τα γλυκά πονεμένα θώρια που κατοικούν σε παλιά ξωκλήσια.
Εγώ έτυχε να ’μαι το πρώτο της αγγόνι και γι’ αυτό μ’ αγαπούσε πολύ. Με μεγάλωσε η ίδια περσότερο παρά η μάνα μου. Και την είχα συνηθίσει, την έβαλα μέσα στην ψυχή μου – είναι αμαρτία τάχα να το πω; - καλύτερα από κείνη που μ’ έφερε στον κόσμο.
Οι γυναίκες στα χωριά το ’χουν σε καλό να ’ναι το πρωτογέννητο αγόρι, «παιδί» όπως το λεν. Κι εγώ γεννήθηκα λίγο μετά τα Χριστούγεννα, άλλο χαϊρλίτικο.
Αυτό κάτι θα γίνει μια μέρα, να με θυμάστε! προφήτεψε απ’ την καλοσημαδιά η Πέτρινα του Τσατάλα, γειτόνισσα και συγγένισά μας. Οι Κορομπίληδες τόχαν ήταν λίγο τεμπέληδες, ούτε σεκλετίζονταν για την ανέχεια. Έτσι ήταν όλοι οι παλιοί, δούλευαν λίγο και πόρευαν με το τίποτα.
Ο πρώτος της γιος ο Χαράλαμπος, δεν το τραβάει και τόσο σκοτούρα. Ούτε τον πολυμέλει για τέχνη, μισή τη μαθαίνει. Του δείχνουν οι μαστόροι μα τίποτ’ αυτός. Τι είναι το μεράκι του, τα γελάδια τα Μπουρβαρέικα.
Πολλές φορές εγώ κοιμόμουν με την γιαγιά μου. Τι γλυκά που μ’ έπιανε ο ύπνος, πόσο ηδονικά του παραδίνομουν! Κι είχα δίπλα μου έναν άνθρωπο, έναν προστάτη, που με παράστεκε σε όλα, έτοιμος να με υπερασπιστεί, ακόμα κι απ’ τα κακά όνειρα που με ξυπνούσαν φοβισμένο. Μαζωνόμουν κοντά της, κούρνιζα στον κόρφο της να βρω προστασία.
Η καλή μου η γιαγιά με φρόντιζε, με συμβούλευε και μου έλεγε παραμύθια, ήταν ένα από τα αγαπημένα πρόσωπα της ζωής μου. Η γλυκιά μου γιαγιά ήταν η μάνα του πατέρα μου, παντρεύτηκε με προξενιό τον παππού μου Κωνσταντή Κορομπίλη και απέκτησε τρία αγόρια, τον Χαράλαμπο, τον Δημήτρη και τον Χρήστο αλλά και μια κόρη την Ειρήνη. Ήταν μια καλοσυνάτη γριούλα με γαλάζια μάτια όλο γλύκα και με ένα πλατύ χαμόγελο που άφηνε να φανούν τα δόντια της που της έλειπαν στα βαθιά γηρατειά της.
Ο Παππούς μου ο Κωσταντής που δεν έτυχε να τον γνωρίσω άκουσα από την γιαγιά μου τόσα και τόσα για την αξιοσύνη του και την λεβεντιά του.
Μπορεί όμως να ’ναι και το κλίμα του τέτοιο. Τέτοιο χούι είχε κι ο μακαρίτης ο παππούλης σου, παιδεύτηκε από μικρός.
Τράβηξε για την γη της επαγγελίας για να ζήσει το Αμερικάνικο όνειρο.
Δύστυχα χρόνια περνούσαν και τότε. Οι άντρες έλειπαν στα ξένα κι οι γυναίκες κοιτάζαν να μην ξοδευτούν, αφού οι ίδιες δεν έβγαζαν παράδες. Έτσι η φουκαριάρα η γιαγιά έζησε όλη την δυστυχία της ανέχειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου