Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021

ΘΡΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

 Ο θρύλος και η στοματική παράδοση λέει ότι οι κάτοικοι που δεν είχαν να σφάξουν πρόβατα, τα χαράματα του πανηγυριού ερχόταν μόνο του στο Μοναστήρι ένα ελάφι, να προσκυνήσει και προσφερόταν να θυσιαστεί.

Οι κάτοικοι του χωριού αφού προσκυνούσε και ξεκουραζόταν το έσφαζαν, το μαγείρευαν και το έτρωγαν στο κοινό τραπέζι. Κάποτε το ελάφι άργησε να έρθει, γιατί ήταν κουτσό, οι πανηγυριστές δεν το άφησαν να προσκυνήσει ούτε να ξεκουραστεί και να βάλλει τη γλώσσα του μέσα, το έσφαξαν αμέσως.
Από τότε ελάφι δεν ξανά ’ρθε…

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΑ

 Η  ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΚΥΡΑ ΛΕΝΗ

Ένα από τα πιο αγαπημένα πρόσωπα που μαθαίνουν τα παιδιά, μαζί με τη μάνα και τον παππού είναι κυρίως η γιαγιά.
Η δική μου λατρεμένη γιαγιά μου ήταν ιερό πρόσωπο και ανεπανάληπτη μορφή, η αγάπη της αφάνταστα μεγάλη εκδηλωνόταν χωρίς όρια και όρους. Ήταν το πρόσωπο που στεκόταν πάντα δίπλα μου, με άδολη, ακατάλυτη αγάπη και στοργή. Η γιαγιά μου ήταν ψηλή και λιγόσαρκη, με πρόσωπο άσπρο σαν της Παναγιάς, με μάτια πονετικά όπως στις εικόνες. Οι χειρονομίες της είχαν κάτι το σοβαρό και το ήσυχο μαζί, τα λόγια της ανάδιναν ατάραχη πείρα και το βλέμμα της μέρευε την καρδιά σου, όσο κι αν ήταν ταραγμένη. Σεμνή με το παραπάνω με το γέλιο στο στόμα, πάντα με πρόσχαρη καρδιά ανοιχτόκαρδη και συγκροτημένη.
Με τον καιρό η πέτσα της φτένευε και φωτιζόταν, έτσι που χωρίς να χάσει τίποτε από τη φυσική της ζωντάνια έγινε στο τέλος σαν την όψη πόχουν οι άγιες ζωγραφιές. Και σήμερα που τη θυμάμαι, αχνή και σβησμένη στο πέρασμα των χρόνων, δεν την παραλλάζω σε τίποτε από τα γλυκά πονεμένα θώρια που κατοικούν σε παλιά ξωκλήσια.
Εγώ έτυχε να ’μαι το πρώτο της αγγόνι και γι’ αυτό μ’ αγαπούσε πολύ. Με μεγάλωσε η ίδια περσότερο παρά η μάνα μου. Και την είχα συνηθίσει, την έβαλα μέσα στην ψυχή μου – είναι αμαρτία τάχα να το πω; - καλύτερα από κείνη που μ’ έφερε στον κόσμο.
Οι γυναίκες στα χωριά το ’χουν σε καλό να ’ναι το πρωτογέννητο αγόρι, «παιδί» όπως το λεν. Κι εγώ γεννήθηκα λίγο μετά τα Χριστούγεννα, άλλο χαϊρλίτικο.
Αυτό κάτι θα γίνει μια μέρα, να με θυμάστε! προφήτεψε απ’ την καλοσημαδιά η Πέτρινα του Τσατάλα, γειτόνισσα και συγγένισά μας. Οι Κορομπίληδες τόχαν ήταν λίγο τεμπέληδες, ούτε σεκλετίζονταν για την ανέχεια. Έτσι ήταν όλοι οι παλιοί, δούλευαν λίγο και πόρευαν με το τίποτα.
Ο πρώτος της γιος ο Χαράλαμπος, δεν το τραβάει και τόσο σκοτούρα. Ούτε τον πολυμέλει για τέχνη, μισή τη μαθαίνει. Του δείχνουν οι μαστόροι μα τίποτ’ αυτός. Τι είναι το μεράκι του, τα γελάδια τα Μπουρβαρέικα.
Πολλές φορές εγώ κοιμόμουν με την γιαγιά μου. Τι γλυκά που μ’ έπιανε ο ύπνος, πόσο ηδονικά του παραδίνομουν! Κι είχα δίπλα μου έναν άνθρωπο, έναν προστάτη, που με παράστεκε σε όλα, έτοιμος να με υπερασπιστεί, ακόμα κι απ’ τα κακά όνειρα που με ξυπνούσαν φοβισμένο. Μαζωνόμουν κοντά της, κούρνιζα στον κόρφο της να βρω προστασία.
Η καλή μου η γιαγιά με φρόντιζε, με συμβούλευε και μου έλεγε παραμύθια, ήταν ένα από τα αγαπημένα πρόσωπα της ζωής μου. Η γλυκιά μου γιαγιά ήταν η μάνα του πατέρα μου, παντρεύτηκε με προξενιό τον παππού μου Κωνσταντή Κορομπίλη και απέκτησε τρία αγόρια, τον Χαράλαμπο, τον Δημήτρη και τον Χρήστο αλλά και μια κόρη την Ειρήνη. Ήταν μια καλοσυνάτη γριούλα με γαλάζια μάτια όλο γλύκα και με ένα πλατύ χαμόγελο που άφηνε να φανούν τα δόντια της που της έλειπαν στα βαθιά γηρατειά της.
Ο Παππούς μου ο Κωσταντής που δεν έτυχε να τον γνωρίσω άκουσα από την γιαγιά μου τόσα και τόσα για την αξιοσύνη του και την λεβεντιά του.
Μπορεί όμως να ’ναι και το κλίμα του τέτοιο. Τέτοιο χούι είχε κι ο μακαρίτης ο παππούλης σου, παιδεύτηκε από μικρός.
Τράβηξε για την γη της επαγγελίας για να ζήσει το Αμερικάνικο όνειρο.
Δύστυχα χρόνια περνούσαν και τότε. Οι άντρες έλειπαν στα ξένα κι οι γυναίκες κοιτάζαν να μην ξοδευτούν, αφού οι ίδιες δεν έβγαζαν παράδες. Έτσι η φουκαριάρα η γιαγιά έζησε όλη την δυστυχία της ανέχειας.

ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ....


 Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ  ΣΤΗΝ ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ



Ανάμεσα σε αυτούς που Μετανάστευσαν από την Ρεντίνα για την Αμερική είναι και τα αδέλφια Γιάννος και Κωσταντής Κορομπίλης, που μέσα στο μαύρισμα της χαμοζωής τους, μόλις άνοιξε η στράτα της Αμερικής τραβηξαν τον δρόμο της. Έτσι φθάνοντας στην Νέα Υόρκη αποβιβάζονται στις βάρκες της Υπηρεσίας Άλλοδαπών που τους μετέφερε στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι».Ο παππούς έφτασε στην Αμερική ανειδίκευτος όπως όλοι και βρήκε δουλειά στους σιδηροδρομικές γραμμές. ‘Ίσως επειδή κατασκεύαζαν τότε τις γραμμές του σιδηροδρόμου, εύρισκες δουλειά με το που πήγαινες αμέσως .Όμως οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες κρύο πολύ και αβάσταχτο. Οι δυσκολίες προσαρμογής και οι σκληρές συνθήκες εργασίας κάνουν τον παππού μου σύντομα να γυρίσει πίσω, ενώ ο αδελφός του Γιάννος τράβηξε για το Μεξικό. Και τώρα αντί μνημόσυνου δύο λόγια για τους παππούδες μου: Ο παππούς μου Κωσταντής, όπως έλεγε η γιαγιά μου, -το άλλο γλυκό πρόσωπο των μικρών μου χρόνων- ήτανε φτωχός, τίμιος, φιλότιμος και εργατικός με αρχοντοκαμωσιά, ψηλόλιγνος καθώς ήταν και σγουρόμαλλης, με βαθιά καστανά μάτια και στρωτά γερά δόντια, δούλευε δεκάξι με δεκαοκτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει και σιγοτραγουδούσε το σούρουπο καθώς γύριζε από τα χωράφια, για να εκφράσει την χαρά και τον πόνο του. Η τσάπα γινόταν υπάκουη στα χέρια του και τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσαν συνάμα, γιατί τα φρόντιζε. Ακούω ακόμη στο βάθος των παιδικών αναμνήσεων την φωνή της γιαγιάς να μου διηγείται, για την λιγοστή ζωή του. Τα χρόνια ήτανε δύσκολα. Για να καταφέρει να αλλάξει την ζωή του, ταξίδευσε μερόνυχτα και κάποτε φθάνει στην Αμερική, κουβαλώντας μέσα του με τρυφερότητα και περηφάνια όλη του την ξενιτιά. Τράβηξε για το άγνωστο με τις τσέπες γεμάτες όνειρα, το χρυσάφι των φτωχών. Μετά από λίγα χρόνια ξαναπήρε τον δρόμο της επιστροφής, γιατί τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα. Η ζωή θέλει πόρεψη. Η φτώχια δεν υποφέρεται έτσι μπήκε σε καινούργιο αυλάκι η ζωή του. Ο άνθρωπος είναι θεριό για να τα βγάλει πέρα, έπρεπε επειγόντως να βρει μια λύση, ξανάφυγε να δουλέψει στην κάψα του καλοκαιριού σε καμίνι καυσόξυλων στην Καϊτσα. Σαν τσεκουριά ήλθε η αρρώστια της ελονοσίας και το ’ρίξε κείνο το γερό κορμί, που μέχρι τότε δεν ήξερε τι θα πει πονοκέφαλος, αρρώστια δεν το έπιανε, δεν είχε ούτε σάπιο δόντι, ούτε άσπρη τρίχα. Και μια μέρα σαν μαύρο πουλί και σαν αστραπή έφθασε το μαντάτο του θανάτου του και σκέπασε τον ήλιο στην γιαγιά μου, πόνεσε πολύ αυτή και τα πέντε ορφανά παιδιά της. Τα χρόνια όπως συνήθως ήτανε βιαστικά και τότε, η μοίρα των ανθρώπων δεν είναι ορισμένη πάντα για τη συνέχεια. Ο άλλος μου παππούς ο Σπύρος Κατσαντώνης, έφυγε και αυτός πολύ νωρίς από τούτο δω τον κόσμο, έτσι ήταν το θέλημα του μεγάλου αφέντη του Χάρου. Ήταν ένας άνθρωπος με πολύ επιβλητικό παράστημα μέσα στο χωριό, λεβεντάνθρωπος ως απάνω αψηλός, ομορφοκαμωμένος, κορμί ολόστητο και στέρνο πλατύ, πρόσωπο αδρό, με μάτια κατάμαυρα, σκληρά και έξυπνα, στοργικός, καλός νοικοκύρης, με φιλοπατρία και πίστη, κοντινός απόγονος των Κατσαντωναίων. Σωστός άρχοντας με προκοπή περίσσια, αυγάτισε την περιουσία του, μ’ επιδέξιους χειρισμούς και όχι πάντοτε με πολύ τίμια μέσα, πολλά καλά άκουσα για αυτόν, από τα χείλη της μάνας μου και πολλών άλλων. Αυτοί είναι οι στενοί μου πρόγονοι, που αντλώ την ήρεμη και αγέρωχη περηφάνια, που μου επιτρέπει ακόμη να παραμένω ελεύθερος και αξιοπρεπής.




Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

ΟΤΑΝ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ-Ο ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ ΕΠΙΣΚΕΥΤΗΚΕ ΤΗΝ ΡΕΝΤΙΝΑ


Ο τύραννος των Ιωαννίνων Αλή Πασάς, επόπτης των δερβενίων της Ρούμελης, το 1817 πήγαινε για το Σμόκοβο, όταν έφτασε στα αυτιά του η πληροφορία για την ομορφιά του σωματότυπου των γυναικών του χωριού Μεζντάνη (σημερινό Αγναντερό Καρδίτσας), διέταξε όλες τις γυναίκες να παραταχθούν όρθιες και γυμνές στις όχθες του ποταμού Μπαμπαλίνα (παραπόταμου του Πηνειού), προκειμένου να τις δει. Στο άκουσμα αυτής της παράλογης απαίτησης αντιστάθηκαν γενναία άπαντες οι κάτοικοι του χωριού, ανατρέποντάς τον έτσι, άπαξ και δια παντός από το σχέδιο του, όπως λέει ένα τοπικό δημώδες.
Πώς τόπαθες Αλή Πασά ο νους μου δεν το βάνει
Απ’ τον σεβντά σου γίνηκες ρεζίλι στο Μεζντάνη
Ύστερα από μερικές ώρες έφθασε στα λουτρά Σμοκόβου για λουτροθεραπεία, από εκεί ανέβηκε για επίσκεψη στην Ρεντίνα και έκατσε τρεις μέρες στον Πύργο του Κοτζαμπάση των Άγραφων Τσολάκογλου.
Άλλα είχε στον νου του ο πονηρός Αλής Πασάς, ήταν η εποχή που η πεντάμορφη κόρη του άρχοντα Τσολάκογλου μεγάλωσε, κι είχε γίνει της παντρειάς. Όταν ήρθε η είδηση ότι ο Αλή Πασάς ανεβαίνει στην Ρεντίνα και έχει φτάσει στην Πουρνόβρυση, αμέσως ο Τσολάκογλου υποψιάστηκε κ’ έκρυψε την κόρη του σε ένα μπουντρούμι, αφού της άλειψαν το πρόσωπο της με κατράμι και με στάχτες, να παριστάνει την άρρωστη.
Τ’ απογευματάκι που έφτασε στο χωριό ο Αλή Πασάς. Πήγε στον πύργο του Τσολάκογλου, που ’ταν ένα πραγματικό παλάτι. Ντυμένος μεγαλοπρεπέστατα, όπως συνήθιζε πάντοτε και του άρεσε, ο γέρος Αλής με την εντυπωσιακή λευκή μακριά γενειάδα του, παχύς, κοιλαράς, με την Αρβανίτικη πονηριά ζωγραφισμένη στο ροδοκόκκινο πρόσωπό του και τα ασημένια πιστόλια, κατέβηκε από το μουλάρι, βοηθούμενος από τους σωματοφύλακες του.
Όπως πάντοτε όταν ξεσηκωνόταν για περιοδεία, έπαιρνε μαζί του ολόκληρη συνοδεία, από γιατρούς, σωματοφύλακες, γραμματικούς και πολλούς αξιωματούχους της αυλής του. Μαζί του κουβαλούσε όλη την Ανατολίτικη χλιδή, μαξιλάρια ανάλαφρα, με χρυσοκέντητες άκρες και κρόσσια χρωματιστά, ναργιλέδες, γούνες, σκηνές και παλλακίδες που η κάθε μια είχε για δουλεία της να περιποιείται τον Αλή.
Θαύμασε τα πλούτη και είπε «μπίρομ’ Τσολάκ’, το δικό σου κονάκι είναι καλύτερο από το δικό μου!!».«Αφέντη μου, δικό σου είναι κι αυτό» απάντησε ο κοτζαμπάσης Τσολάκογλου.
Στην συνέχεια ο Αλή Πασάς ρώτησε «δεν έχεις χαρέμ’; παιδιά δεν έχεις;». «Έχω εδώ την γυναίκα μου, τον γιο μου και την κόρη μου ο άλλος μου γιος σπουδάζει στην Πόλη» είπε ο Τσολάκογλου. «Πούνε τ’ όμορφο κορίτσι σ’;» ξαναρώτησε ο Αλής, «λογαριάζω να την πάρω στο χαρέμι μ’». «Να συγγενέψουμε κιόλας μπρε αφέντη μ’». «Είναι άρρωστη από βαρεία αρρώστια πασά μου», απάντησε ο κοτζαμπάσης. «Θέλω να την δω μπίρομ’». «Πολυχρονεμένε αφέντη μου κολλάει η αρρώστια της». «Ας κολλήσω, αν αυτό είναι το κισμέτ’».
Τότε ο Τσολάκογλου οδήγησε τον Αλή στο μπουντρούμι. Είδε το κορίτσι ο πονηρός και πανέξυπνος γέρος Αλής και κατάλαβε. Οργίστηκε όμως μα δεν είπε τίποτα.
Ο Τσολάκογλου που είχε αρραβωνιάσει την κόρη του με παιδί των Κοντογιανναίων από την Σπερχειάδα Φθιώτιδας, τους μήνυσε λοιπόν, το ίδιο βράδυ, αμέσως να ’ρθουν κρυφά να την πάρουν. Ήρθαν από το δρόμο του Μοναστηριού, αφού έδεσαν με πανιά τα πόδια των αλόγων για να μην ακούγονται, πήραν την κόρη και έφυγαν, χωρίς να τους πάρει χαμπάρι κανείς.
Στην είδηση δε ότι θα ερχόταν ο τύραννος των Ιωαννίνων οι προύχοντες και οι κάτοικοι της περιοχής, άρχισαν να συζητούν πως θα αντιμετωπίσουν τον φοβερό Αλή Πασά. Άρχισαν να ετοιμάζουν τα μπαξίσια, τα δώρα τους και τα έξοδα της φρουράς του.
Τον ιδιόρρυθμο Αλή Πασά, που τα καπρίτσια του και οι ιδιοτροπίες του δεν είχαν όριο, τον φιλοξένησε στον πύργο του ο κοτζαμπάσης Τσολάκογλου, όπου την άλλη μέρα καθισμένος πάνω στην λιονταρίσια προβιά σε ένα απαλό σοφά στον μεγάλο λαμπροστολισμένο οντά, με την βαριά γούνα, που πάρ’ όλη την ζέστη συνήθιζε πάντοτε να φοράει, πλημμυρισμένος από ωραία κεντημένα μεταξωτά μαξιλάρια, με το θρυλικό από τριάντα ένα μεγάλα μαργαριταρένια και δύο σμαράγδια κομπολόγι στο χέρι και ανεβοκατεβάζοντας το κορμί του καθώς σιγορούφαγε τον ναργιλέ του και σιγόπινε τον συνηθισμένο καϊμακλίδικο καφέ του, δέχτηκε τους προκρίτους.
Το απομεσήμερο ο ήλιος ώρες μόνο ήθελε να βασιλέψει, καβάλα στην περήφανη αράπικη λευκή φοράδα του, με συνοδεία των σωματοφυλάκων του, των γραμματικών του και τον άρχοντα Τσολάκογλου βγήκε στον κεντρικό δρόμο να γνωρίσει την κωμόπολη, στο πέρασμα του όλοι έσκυβαν τα κεφάλια και τον προσκυνούσαν, σε όλους δε έκανε εντύπωση το τραχύ ύφος του όταν τους χαιρετούσε με μια χειρονομία του χεριού του.
Προχωρώντας έφτασε ως την βρύση την «Μεγάλη» και εκεί σταμάτησε, στα μάτια του παίζει η πονηράδα, έριξε μια ερευνητική ματιά, κοίταξε τον Τσολάκογλου και του είπε γελαστά, «έχετε όμορφο και υγιεινό χωριό και όπως γνωρίζω είστε άνθρωποι καλοί και νομοταγείς, ορέ Γκούλια».
Την επόμενη μέρα το πρωί ο Αλή Πασάς ξύπνησε νωρίς, κατά την συνήθεια του, και διέταξε να του ετοιμάσουν να ανεβεί στην γνωστή τοποθεσία «Λαύριο» στο Καρφί.
Ο Αλής με την κουστωδία του ξεκίνησε για το Λαύριο, κατέβηκε αργοκίνητος την σκάλα και ετοιμάσθηκε να καβαλικέψει το σελαχοχαληνομένο και περήφανο άλογο του τον Ντορή, που φρυμάτιζε στην αυλή χτυπώντας το λιθόστρωτο με τις όπλες του.
Ολόγυρα του πολλοί Αρβανίτες ντυμένοι στα άρματα και τα τσαπράζια, χοντρός όπως ήταν και με πόδια κοντά, τον βοήθησαν να ανεβεί στο άλογο και με την συνοδεία Αρβανιτών σωματοφυλάκων άρχισε να ανεβαίνει στην βουνοπλαγιά, ενώ από ψηλά ακουγόταν πυκνοί πυροβολισμοί της φρουράς του.
Όταν έφθασε στο Λαύριο η φρουρά του έστησε τον καταυλισμό, σε ένα παχύ ίσκιο κοντά στο κεφαλόβρυσο, ήταν ένα μεγάλο μέρος ανοιχτό, με καλή θέα ίσιο και λάγνα φύση, που προσφερόταν για αναψυχή.
435
Απήχηση
31
Αλληλεπιδράσεις
11

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ

Επισκευθείτε την ΡΕΝΤΙΝΑ την "Αρχόντισσα των Αγράφων"

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Η ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΜΟΥ-Η ιστορία ενός μακρινού προγόνου μου...

Θέλω να μιλήσω για το από που κρατάει η σκούφια μου, να γράψω για την μυθιστορία ενός μακρινού προγόνου μου. Μετά λοιπόν από επίπονη και επίμονη έρευνα και ανατρέχοντας σε διάφορες ιστορικές πηγές, ανακάλυψα. Από έγγραφη αναφορά της 1ης Απριλίου του 1828, της επιστατοδημογεροντίας των Σαλώνων, που υπογράφουν ο Κωσταντής Καραμάνης και ο γραμματέας της επαρχίας Αναγνώστις Λατζαρής προκύπτει: Μεταξύ αυτών που εκλέγηκαν στο χωριό Καστριώτισσα, ως πληρεξούσιοι των επαρχιών Νέων Πατρών (Πατρατζίκι) για την Τρίτη Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων, ήταν και ο Αναγνώστις Κορομπίλι, από την Απάνω Χομίργιανη. Ο Αναγνώστις Κορομπίλι είχε μέτριο ανάστημα. Το πρόσωπο του, στηριγμένο σ’ ένα κοντό λαιμό, ήταν πράος, αλλά γεμάτος ζωή και δραστηριότητα. Λιγομίλητος, μιλούσε με μελιχρότητα και πρόφερε τις λέξεις αργά και καθαρά. Έπαιρνε το λόγο πάντοτε τελευταίος και επιβαλλόταν με τη λογική διατύπωση της γνώμης του. Αργότερα ο Βαγγέλης Κοντογιάννης του εμπιστεύτηκε μια κλέφτικη ομάδα, η οποία όμως διαλύθηκε γρήγορα. Σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους συνελήφθη και αυτοί τον έκλεισαν μέσα σ’ ένα κατώι, αφού του έδεσαν με χαλκάδες τα πόδια, για να μην μπορεί να φύγει. Όμως η φυλακή δεν μπόρεσε να τον κρατήσει. Την νύχτα έβγαλε την πόρτα από τους ρεζέδες, κατόρθωσε να ελευθερώσει το ένα του πόδι και το πρωί έφτασε στην Σπερχιάδα, όπου σε κάποιο χαλκάδικο έκοψε τις αλυσίδες που έσερνε όλη τη νύχτα. Αυτό το γεγονός ήταν καθοριστικό για την μετέπειτα ζωή του, γιατί ήταν αδύνατο να επιστρέψει πάλι στο χωριό του. Βγήκε στο βουνό Κλέφτης, όχι με την σύγχρονη έννοια, αλλά της εποχής του, περιφερόταν δε στα βουνά γύρω από τα χωριά και ζούσε με μικροληστείες. Κατά την παράδοση, σε μια μάχη με τους Τούρκους έξω από το χωριό Πύργος Υπάτης, στην θέση που από τότε ονομάστηκε Κορομπίλη, καθώς έσκυψε να βοηθήσει ένα συμπολεμιστή του, που τελικά ήταν νεκρός, του έπεσε ο σκούφος. Το αποτέλεσμα ήταν βλέποντας πάνω στο νεκρό τον σκούφο του, να δηλώσουν εκείνο για νεκρό. Το νέο διαδόθηκε γρήγορα και έφτασε στο χωριό του και στους δικούς του, που του έκαναν μάλιστα και μνημόσυνο. Μετά από λίγο καιρό ο Αναγνώστις Κορομπίλι πήγε στο χωριό του, αφού ενημέρωσε τους δικούς του ότι είναι ζωντανός, συνάντησε τον Πρόεδρο του χωριού για να ζητήσει τρόφιμα. Τον ρώτησε «αν έχουν κάποιο συγχωριανό στο βουνό να πολεμάει τους Τούρκους». Ο Πρόεδρος που δεν τον γνώρισε μετά από τόσα χρόνια που έλειπε, εξ άλλου ήξερε πως έχει σκοτωθεί, απάντησε «είχαμε κάποτε και εμείς ένα χαμένο κορμί». «αν τον έβλεπες θα τον γνώριζες;» ξαναρώτησε ο Κορομπίλι και ο Πρόεδρος απάντησε «αμ, πως δεν θα τον γνώριζα». Και τότε ο Αναγνώστις Κορομπίλι του είπε, ότι είναι εκείνος. Όταν κατάλαβε ο Πρόεδρος, ότι είχε μπροστά του τον Κορομπίλι τα γόνατα του λυγάνε από τον ψυχοταραγμό, λέγεται ότι από τον φόβο του, έπαθε συγκοπή και πέθανε. Παρακλάδι (απόγονος) του Αναγνώστι Κορομπίλι καταστάλαξε ύστερα από χρόνια στην Ρεντίνα. Ήταν λεβέντης και καλός άνθρωπος, αλλά εκείνα τα χρόνια άμα δεν είχες κύκλο, συγγενείς και φίλους, δεν σε υπολόγιζαν οι άλλοι. Σιγά σιγά με τον καιρό τον αγάπησαν στο χωριό, αλλά και μερικοί τον στραβοκοίταζαν. Αφού πιάστηκε καλά και νοικοκυρεύτηκε, δημιουργήθηκε κατά παραφθορά το όνομα Κορομπίλης και το σόι το Κορομπιλέϊκο. Τώρα θα πω ακόμη αντί μνημοσύνου δυο λόγια για τους παππούδες μου: Ο παππούς μου ο Κωνσταντής έζησε στην Ρεντίνα, μέσα όμως στο μαύρισμα της χαμοζωής του, μόλις άνοιξε η στράτα της Αμερικής τράβηξε τον δρόμο της. Έτσι φθάνοντας στην Νέα Υόρκη αποβιβάζεται στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους μετέφερε στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι». Όμως οι δυσκολίες προσαρμογής και οι σκληρές συνθήκες εργασίας κάνουν τον παππού μου σύντομα να γυρίσει πίσω. Όπως έλεγε η γιαγιά μου, -το άλλο γλυκό πρόσωπο των μικρών μου χρόνων- ήτανε φτωχός, τίμιος, φιλότιμος και εργατικός με αρχοντοκαμωσιά, ψηλόλιγνος καθώς ήταν και σγουρόμαλλης, με βαθιά καστανά μάτια και στρωτά γερά δόντια, δούλευε δεκάξι με δεκαοκτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει και σιγοτραγουδούσε το σούρουπο καθώς γύριζε από τα χωράφια, για να εκφράσει την χαρά και τον πόνο του. Η τσάπα γινόταν υπάκουη στα χέρια του και τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσαν συνάμα, γιατί τα φρόντιζε. Ακούω ακόμη στο βάθος των παιδικών αναμνήσεων την φωνή της γιαγιάς να μου διηγείται, για την λιγοστή ζωή του. Τα χρόνια ήτανε δύσκολα. Για να καταφέρει να αλλάξει την ζωή του, ταξίδευσε μερόνυχτα και κάποτε φθάνει στην Αμερική, κουβαλώντας μέσα του με τρυφερότητα και περηφάνια όλη του την ξενιτιά. Τράβηξε για το άγνωστο με τις τσέπες γεμάτες όνειρα, το χρυσάφι των φτωχών. Μετά από λίγα χρόνια ξαναπήρε τον δρόμο της επιστροφής, γιατί τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα. Η ζωή θέλει πόρεψη. Η φτώχια δεν υποφέρεται έτσι μπήκε σε καινούργιο αυλάκι η ζωή του. Ο άνθρωπος είναι θεριό για να τα βγάλει πέρα, έπρεπε επειγόντως να βρει μια λύση, ξανάφυγε να δουλέψει στην κάψα του καλοκαιριού σε καμίνι καυσόξυλων στην Καϊτσα. Σαν τσεκουριά ήλθε η αρρώστια της ελονοσίας και το ’ρίξε κείνο το γερό κορμί, που μέχρι τότε δεν ήξερε τι θα πει πονοκέφαλος, αρρώστια δεν το έπιανε, δεν είχε ούτε σάπιο δόντι, ούτε άσπρη τρίχα. Και μια μέρα σαν μαύρο πουλί και σαν αστραπή έφθασε το μαντάτο του θανάτου του και σκέπασε τον ήλιο στην γιαγιά μου, πόνεσε πολύ αυτή και τα πέντε ορφανά παιδιά της. Τα χρόνια όπως συνήθως ήτανε βιαστικά και τότε, η μοίρα των ανθρώπων δεν είναι ορισμένη πάντα για τη συνέχεια. Ο άλλος μου παππούς ο Σπύρος Κατσαντώνης, έφυγε και αυτός πολύ νωρίς από τούτο δω τον κόσμο, έτσι ήταν το θέλημα του μεγάλου αφέντη του Χάρου. Ήταν ένας άνθρωπος με πολύ επιβλητικό παράστημα μέσα στο χωριό, λεβεντάνθρωπος ως απάνω αψηλός, ομορφοκαμωμένος, κορμί ολόστητο και στέρνο πλατύ, πρόσωπο αδρό, με μάτια κατάμαυρα, σκληρά και έξυπνα, στοργικός, καλός νοικοκύρης, με φιλοπατρία και πίστη, κοντινός απόγονος των Κατσαντωναίων. Σωστός άρχοντας με προκοπή περίσσια, αυγάτισε την περιουσία του, μ’ επιδέξιους χειρισμούς και όχι πάντοτε με πολύ τίμια μέσα, πολλά καλά άκουσα για αυτόν, από τα χείλη της μάνας μου και πολλών άλλων. Αυτοί είναι οι στενοί μου πρόγονοι, που αντλώ την ήρεμη και αγέρωχη περηφάνια, που μου επιτρέπει ακόμη να παραμένω ελεύθερος και άξιος